Πάλι ήρθε η στιγμή που τα πράγματα δεν πάνε όπως θες και νιώθεις ότι οι αντιδράσεις σου δεν αντιστοιχούν στις επιθυμίες σου. Μα τι φταίει πάλι και δεν μπορούμε να μετρήσουμε τα λόγια μας, δεν μπορούμε να ελέγξουμε τον εαυτό μας; Η ζυγαριά γέρνει προς τον απέναντι συνήθως, γιατί διστακτικά όλοι έχουμε δώσει την απάντηση «δε φταίω εγώ, ο άλλος». Άρα τι γίνεται, τα λάθη των άλλων είναι τόσο μεγάλα για να τα συγχωρήσουμε, ή στον λογαριασμό τους προσθέτουμε και τα δικά μας, για να γλυτώσουμε το βάρος και να απαλλαγούμε από το ζόρι της συγγνώμης;

Εδώ έρχεται να δώσει την απάντηση η αυτοκριτική, που για πολλούς φαίνεται άβατο μονοπάτι. Προτού πάρεις μια απόφαση, υπολογίζεις τις συνέπειες, αρνητικές ή θετικές, κυρίως όταν πρόκειται για άλλους ανθρώπους που οι αποφάσεις σου μπορούν να τους πληγώσουν ή να τους κάνουν χαρούμενους. Κι αν στο μέτρημά σου όλα είναι εντάξει, τότε λες πως σωστά έπραξες, τότε ναι, δε φταις εσύ για πιθανά λάθη. Αυτό βέβαια είναι το ιδανικό σενάριο. Γιατί η πραγματικότητα βρίσκεται παραπέρα.

 

 

 

Λειτουργούμε πολλές φορές αυθαίρετα, χωρίς να έχει σημασία ο αντίκτυπος της πράξης μας, γιατί η προσωπική επιθυμία του καθενός έχει υλοποιηθεί, επομένως ποιος νοιάζεται; Κι εδώ ξεκινάει το πρόβλημα. Το παν είναι να βγεις αλώβητος από τη διαδικασία του ξεκαθαρίσματος, σαν να πρόκειται για το μέγα επίτευγμα. Μόνο που πρόκειται για μέγα λάθος, αφού γυρνάμε την πλάτη στην αλήθεια, κάνοντας κακό σε κάθε λογής σχέση μας, αλλά και στον εαυτό μας.

Σε πράγματα καθημερινά κι απλά, θα τύχει να δώσουμε τη συμβουλή μας σε κοντινά κι αγαπημένα πρόσωπα και θα βάλουμε το χεράκι μας να λύσουμε προβλήματα που στα μάτια τους είναι βουνά θεόρατα. Ταυτόχρονα υψώνουμε περήφανα το ανάστημά μας κι εστιάζουμε στα λάθη των άλλων με ύφος νικητή. Μπορούμε και βλέπουμε με πλήρη ειλικρίνεια πράξεις κι αντιδράσεις κι είμαστε σε θέση να κατακεραυνώσουμε τους αγαπημένους μας, αφού τα έκαναν μούσκεμα βρε αδερφάκι μου και πρέπει να διορθώσουν τα πράγματα. Με άλλα λόγια, δε διστάζουμε να γίνουμε σκληροί προκειμένου να βελτιώσουμε μια κατάσταση που -όσοι έχουν μια θέση σημαντική για εμάς- δεν μπορούν να τη φτιάξουν μόνοι τους. Και μέχρι εδώ όλα καλά.

Γιατί όταν έρθει η σειρά μας, για τα δικά μας λάθη, το πέπλο του αυστηρού και απόλυτου κριτή φεύγει; Είναι άβολο και πολλές φορές δύσκολο να κοιταχτείς στον καθρέφτη και να μην έχεις κάτι καλό να πεις στην εικόνα που αντικρίζεις. Είναι προτιμότερο να κλείσει κανείς τα μάτια, να αποποιηθεί την ευθύνη και δε βαριέσαι, το πρόβλημα κάποια στιγμή θα λυθεί μόνο του, θα κάνει κάποιος άλλος την υποχώρηση για εμάς. Μόνο που δε θα γίνεται πάντα έτσι, δε θα έχουμε πάντα το προνόμιο της υπεκφυγής, ακόμα κι αν προσφέρει ανακούφιση ή ευκολία.  Πρέπει να έρθει εκείνη η στιγμή, που ο τρόπος που θα κρίνουμε τα δικά μας πεπραγμένα, δε θα απέχει από την αντίληψη που έχουμε για τις πράξεις των γύρω μας. Κι αφού στο κάτω κάτω, κρίνεις αυστηρά από αγάπη κι ενδιαφέρον, είναι δυνατόν να μην κάνεις το αντίστοιχο για σένα τον ίδιο;

Το μόνο σίγουρο είναι πως πίσω από αυτή την στάση του «άλλα λέω κι άλλα κάνω» δεν κρύβεται ούτε δολιότητα, ούτε κακές προθέσεις εκ μέρους των ανθρώπων. Πολλές φορές, καραδοκεί  ο φόβος πως δεν είμαστε σε θέση να χειριστούμε σωστά τα λάθη μας, γι’ αυτό στρέφουμε το βλέμμα μας στα λάθη των άλλων, σε πλαίσιο πιο ασφαλές για τα παιχνίδια που το μυαλό μας μπορεί να στήσει. Είναι πιο σημαντικό όμως, οι άνθρωποι να αγαπήσουμε την έννοια του λάθους, αφού αυτά μάς πάνε ένα βήμα παραπέρα, είναι οι νοητές σφαλιάρες που όλοι αργά ή γρήγορα θα χρειαστούμε.

Η αυτοκριτική σου δεν είναι εδώ για να σε βαφτίσει ως τον ανίκανο της παρέας εάν έτυχε να πέσεις δυο τρεις φορές έξω στο φέρσιμό σου. Είναι εδώ για να σου δείξει πως υπάρχουν και σωστοί δρόμοι για να πετύχεις όσα θες, χωρίς  να πρέπει άλλοι να φορτωθούν το ζόρι το δικό σου. Κι όταν λάθος και σωστή κρίση έρθουν και δέσουν, δε θα είμαστε σκληροί με τους μεν, άδικοι με τους δε. Θα είμαστε δίκαιοι πρώτα απέναντι σε μας και μετά με όλους τους άλλους. Κι αν κάνουμε κι ένα λάθος παραπάνω, μη σκας, μαζί θα το διορθώσουμε.

 

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου