Ανεβαίνω τον διάδρομό του Σωτηρία στην κλινική των βαριών πνευμονικών νοσημάτων. Ένας αγαπημένος άνθρωπος βρίσκεται εκεί και περιμένει υπομένοντας με θάρρος την εξέλιξη της υγείας του. Πριν προλάβω να ανοίξω την πόρτα της πνευμονολογικής κλινικής, με το μυαλό μου βαρύ από σκέψεις, εκείνη υποχωρεί για να βγει ένα φορείο που πάνω του βρίσκεται ένα κορμί σκεπασμένο με ένα σεντόνι. Πίσω του ένας τραυματιοφορέας το σέρνει τελετουργικά ακολουθούμενος από μια σεμνή ηλικιωμένη κύρια γύρω στα 80 που κλαίει συγκρατημένα παρά την οδύνη της, στο πλάι της μια νεαρή αλλοδαπή κοπέλα την κρατά. Ο τραυματιοφορέας καλεί το ασανσέρ. Εγώ είμαι αποκλεισμένος στο διάδρομο, η ηλικιωμένη κυρία είναι αποκλεισμένη στον πόνο της, η κοπέλα αποκλεισμένη στο καθήκον της και ο τραυματιοφορέας αποκλεισμένος στην δουλεία του. Εσύ αποκλεισμένη πίσω μου. Μια δύσκολη στιγμή για όλους. Κι υστέρα εκείνη, η φέρουσα τον πόνο της στιγμής σαν σταυρό, αποφασίζει να σπάσει την αμηχανία όλων μας με μια βαθιά ανθρώπινη κραυγή , «δε θα σε ξανακούσω να με λες αγάπη μου» ενώ χαϊδεύει το σεντόνι με το κορμί που μπαίνει στο ασανσέρ.

Δεν ήταν μια μοιραία γυναίκα ντυμένη σε ένα επώνυμο ταγέρ, το σκηνικό δεν είχε κανένα ρομαντισμό. Ξυσμένοι τοίχοι, άσχημες μυρωδιές και καθημερινοί άνθρωποι που τους συναντάς στο Supermarket, στο περίπτερο, στον δρόμο. Μια απλή ασχημούλα αλλοδαπή οικιακή βοηθός, ένας βαριεστημένος δημόσιος υπάλληλος, μια ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη με απλά φτηνά ρούχα κι εμείς στις σκέψεις μας, σε ένα στενό διάδρομο περιμένοντας ένα αργό ασανσέρ γύρω από ένα νεκρό σώμα. Κι όμως εκείνη έβαλε στο τραπέζι μιας ακήρυχτης συζήτησης εντελώς αγνώστων μεταξύ τους ανθρώπων μια βαθιά ανθρώπινη αλήθεια  -δεν θα την ξαναέλεγε ποτέ αγάπη του- και αυτήν την αδικία δεν μπορούσε κανένας μας να την αποτρέψει.

Κι υστέρα ήρθε το ασανσέρ και μαζί του, ελευθερώθηκε ο διάδρομος και οι ψυχές μας και μπορούσαμε να περάσουμε την πόρτα και μπορούσαμε να συνεχίσουμε τις ζωές μας .Όμως δεν ήταν πια οι ίδιες ζωές, όχι όλες. Γύρισα και σε κοίταξα στεκόσουν ακόμα πίσω μου, όλα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν προλάβαμε να ανταλλάξουμε ματιά. Δεν είπαμε τίποτα. Κι όμως ήθελα να σου πω τόσα πολλά. Ήθελα να σου κρατήσω το χέρι και να σου ψιθυρίσω ότι θα έρθει στιγμή που και το δικό μας «αγάπη μου» θα τελειώσει. Και ας το κάνουμε «αγάπημου» ενώνοντας της λέξεις για να γίνει το δικό μας διαφορετικό από των άλλων. Και το δικό μας έργο, αγάπη μου θα τελειώσει. Αλλά για πρώτη φορά στην ζωή μου ένιωσα πως θα τελειώσει έτσι. Η δικιά μας προσφώνηση «αγάπημου» θα τελειώσει με ένα χέρι που θα χαϊδεύει ένα σεντόνι που θα κρύβει ένα κορμί που κάποτε φιλοξενούσε έναν άνθρωπο.

Έχω τελειώσει πολλές αγάπες , με ηλεκτρονικά μηνύματα, με κλάματα, με φωνές, αλλά πρώτη φορά σκέφτηκα πως μια αγάπη μπορεί να τελειώσει απλά γιατί τελείωσε ο χρόνος μου σε τούτη την Γή. Σκέφτηκα πως θέλω να είσαι η αγάπη που θα πάψει να με κράτα, όχι γιατί άφησα το χέρι της ή εκείνη το δικό μου, αλλά γιατί άφησα το σώμα μου τελεσίδικα. Γιατί έχω μια αγάπη ακουμπισμένη επάνω μου, διαφορετική από ό,τι ήξερα ως τώρα.

Εσύ, η δική μου αγάπη, εκείνη που, με ακούμπησε πριν με αγγίξει, όχι με αυτό που έκανε αλλά με αυτό που είναι.

Δεν είμαι παιδί να πιστεύω σε αιώνιους έρωτες και μοναδικούς εραστές. Όμως δεν παύει να τριβελίζει το κεφάλι μου η φράση του Όσκαρ Ουάιλντ πως έρωτας δεν είναι παρά η ικανότητα κάποιου αλλού να ακούσει το τραγούδι της καρδιάς σου. Ενός μοναδικού και πολύτιμου άλλου. Και κάθε κύτταρο του κορμιού μου ξέρει πέρα από κάθε αμφιβολία πως εσύ ακούς το τραγούδι της καρδιάς μου, και ξέρω πέρα από κάθε αμφιβολία ότι εγώ ακούω το τραγούδι της δικής σου. Τι μοναδική συγκυρία. Πού να το πεις και ποιος να σε πιστέψει; Σε είδα να ξέρεις στα μάτια τα κουρασμένα από τον πόνο αυτής της γυναίκας, να κάνεις την ίδια ερώτηση, κάποτε, κάπου , σε ένα μέλλον αδιευκρίνιστο. «Δεν θα με ξαναπείς αγάπημου», αποχαιρετώντας μιαν αλήθεια και όχι ένα ψέμα, σαν αυτά που συνηθίσαμε να αποχαιρετάμε, όταν αποχαιρετούσαμε κορμιά κουρασμένα και χορτασμένα από μας και λήγαμε αδιέξοδες σχέσεις.         

Κι υστέρα αισθάνθηκα πως η γυναίκα αυτή μας κοίταξε, με μια παράξενη ματιά απόκοσμη, γεμάτη πόνο αλλά και μια κρυφή χαρά. Σαν ευχή και κατάρα. Και τότε κατάλαβα και ένιωσα μέσα μου για πρώτη φορά το βάρος αυτής της χιλιοειπωμένης προσδοκίας των εραστών , «μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος». Και πως ο καθένας μας θα θερίσει κάποτε αυτό που έσπειρε και όσο πικρό και σκληρό και αν ακούγεται ο θάνατός θα σου δείξει αν αγαπήθηκες ή αγάπησες ποτέ. 

Συντάκτης: Δημήτρης Καλούπης