Κάθεσαι σε μια καφετέρια μ’ άλλα 8 ή 10 ή 12 άτομα -μεγάλη παρέα τέλος πάντων. Τεντώνεις το χέρι σου να πιάσεις την όμορφη κούπα του καφέ και ακούς μια αηδία -ή και δύο. Σηκώνεις το κεφάλι, ξεχνάς τον καφέ, το αίμα σου έχει ανεβεί στο κεφάλι και δεν ξέρεις τι να πρωτοπείς. Κι όταν τελικά μιλήσεις, με απλά λόγια, ξάστερα κι απανωτά επιχειρήματα, ο «αηδίας» σε διακόπτει ξανά. Αρχίζει τις ξύλινες εκφράσεις, τις τεράστιες προτάσεις που φωνάζουν «θέλω να εντυπωσιάσω», τις δήθεν ευγένειες και τις βαριές λέξεις. Νομίζει πως ευφράδεια λόγου σημαίνει «έχω δίκιο» και προσπαθεί με τον λόγο αυτό, να πείσει μέχρι και το αφρόγαλα στον capuccino για τις γνώσεις του. Κούρασες άνθρωπέ μου.

Μας κουράσατε. Γιατί μιλάτε σαν πολιτικοί (κακοί πολιτικοί), που μόνο με τη βοήθεια λογογράφου θα μπορούσαν ποτέ να απευθυνθούν στο λαό χωρίς να ρεζιλευτούν. Και κάπως έτσι, δε θυμίζετε Λίνκολν ή Τσόρτσιλ αλλά κάτι σε καρικατούρα που χρησιμοποιεί τις γνώσεις της για να φοβίσει τον κόσμο, όχι να τον πείσει. Τις γνώσεις που υπάρχει αμφιβολία αν έχετε.

Πόσο εύκολα νομίζετε πως μας πείθετε για εκείνες;

Πολύ εύκολα στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτή είναι η αλήθεια. Είναι πολύ εύκολο ένας άνθρωπος που δεν έχει ψαχτεί σ’ ένα θέμα να επηρεαστεί από κάποιον τρίτο όταν εκείνος χρησιμοποιεί το ταλέντο του στο λόγο. Γιατί στο ανθρώπινο μυαλό η λέξη «μόρφωση» πολλές φορές θυμίζει τη λέξη «δίκιο». Οπότε όταν ένα άτομο χρησιμοποιεί κάθε τρόπο πειθούς (επίκληση στο συναίσθημα, επίκληση στην αυθεντία, επιχειρήματα κ.λπ.), είναι επόμενο ένα άτομο με λιγότερη ευχέρεια λόγου να φοβηθεί νιώθοντας μειονεκτικά και να υποχωρήσει. Είναι φυσιολογικό να σκεφτεί «Δες πώς μιλάει αυτός ο άνθρωπος, κάτι παραπάνω θα ξέρει.».

Στην πραγματικότητα όμως ευφράδεια λόγου σημαίνει «μπορώ εύκολα να πείσω» κι όχι «έχω δίκιο» ή «έχω σφαιρικές γνώσεις». Κι αυτή η πειθώς θα ασκηθεί και θα πλανέψει τον απλό κόσμο, αυτόν που λιγότερο απ’ όλους αξίζει τα ψέμματα και τη χειραγώγηση. Αυτόν που υποτίθεται πως οι άνθρωποι με γνώσεις και πνεύμα οφείλουν να προστατεύουν κι όχι να χειραγωγούν.

Κάθε τι που είναι άγνωστο έχει την τάση να φαίνεται θαυμάσιο· είπε ένας Ρωμαίος ιστορικός. Και έχει δίκιο, γιατί μια αράδα από άγνωστες εντυπωσιακές λέξεις, ακόμα κι αν δε βγάζει κανένα νόημα, έχει την τάση να φοβίζει και να πείθει περισσότερο από μια απλή φράση με νόημα και πραγματικές ιδέες. Είναι λοιπόν ο φόβος που πείθει τον ακροατή, ο θαυμασμός κι εκείνος ο μικρός τρόμος  για το άγνωστο, είναι πάνω απ’ όλα το σκεπτικό πως όποιος μιλάει ωραία, έχεις και γνώσεις.

Μα γνώσεις είναι κι αυτές στη χημεία, τα μαθηματικά, τη γλυπτική, τη ζαχαροπλαστική, την πολιτική κι σ’ όλα τα «αντικείμενα» στον κόσμο. Γνώσεις είναι οι ξένες γλώσσες, η καλή γνώση της ιστορίας και της βοτανικής. Ποιος είναι αυτός που επειδή χαρακτηρίζεται από ευχέρεια  αξίζει να μας πείσει ότι έχει γνώσεις γενικότερα; Ποιος είναι αυτός που επειδή γνωρίζει καλά τη Ν. Ελληνική, παίρνει «πτυχίο γνωσιολογίας»;

Θα μπορούσα αυτήν τη στιγμή να αντικαταστήσω στην παραπάνω πρόταση την «ευχέρεια λόγου» με τη λέξη «ευγλωττία», αλλά ήξερα ότι κάνοντάς το, απλώς θα μπερδέψω πολλούς αναγνώστες, δε θα κέρδιζα 10 κιλά γνώσης. Θα ήμουν ακριβώς η ίδια που ήμουν κι εχθές και θα γνώριζα ακριβώς τα ίδια πράγματα.

Κι εν μέρη είναι φυσιολογικό να έχουμε συνδέσει έναν καλό ομιλητή με μια σφαιρική μόρφωση, όμως δεν είναι πάντα θεμιτό. Γιατί έτσι τιμωρούμε εμάς όταν δεν εκφραζόμαστε από φόβο μη φανούμε λίγοι μπροστά του. Όλοι οι πολιτικοί δείχνουν σπουδαίοι ρήτορες, πόσοι απ’ αυτούς όμως είναι πραγματικά μορφωμένοι, έχουν παιδεία και κάθε άλλη ικανότητα που μετράει στην έκφραση γνώμης (όπως αντικειμενικότητα);

Κι η αλήθεια είναι, πως όσο δεν κυνηγάμε εμείς την παιδεία και τη μόρφωση, όσοι θέλουν να εκμεταλλευτούν τον φόβο, την αμάθεια ή την καλοπροαίρετη πλευρά μας, θα έχουν την ευκαιρία να το κάνουν. Θα πατάνε στις ανασφάλειές μας για τις δικές μας γνώσεις και θα μας πείθουν, κάνοντας όσα εκείνοι πρεσβεύουν, κτήμα μας.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ζηνοβία Τσαρτσίδου