«Δυό μῆνες που δε σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιά δευτερόλεπτα.

Τί νά τά κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;»

 

Ο Ριτσικός ποιητικός λόγος σαν την ίδια την ερωτική πράξη, πότε γλυκός και πότε αχόρταγος και άγριος, δημιουργεί μέσα από τις λέξεις ένα αχαλίνωτο παιχνίδι κι οδηγεί τον αναγνώστη σε μια μικρή έκσταση. Κι αν σαν παιδιά δεν καταλαβαίναμε πάντα την ποίηση, κι αν σαν μεγάλοι μερικές φορές δυσκολευόμασταν, δεν ταλαιπωρηθήκαμε ποτέ για να καταλάβουμε «Τα ερωτικά».

Ο ποιητής σαν άλλος Μποτιτσέλι, ζωγράφισε με ανατριχιαστική ακρίβεια τη μούσα του στο μυαλό μας και της φόρεσε για ένδυμα όλη του την αγάπη και τον ευσεβή του πόθο. Έπαιξε σαν παιδί με τις λέξεις και δε δίστασε να προβάλλει την άσχημη πλευρά του έρωτα, δε δίστασε να μας τον συστήσει στα χειρότερα και τα καλύτερά του.

Τα ερωτικά εκδόθηκαν το 1981 από τις εκδόσεις Κέδρος κι αποτελούνται από τρία μέρη: Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον,  γυμνό σώμα και σάρκινος λόγος. Σ’ όλη την ποιητική συλλογή, ο Ρίτσος δεν πετυχαίνει απλά να τονώσει όλες τις ερωτικές σου αισθήσεις αλλά και να σε πείσει για τις αγνές προθέσεις του, αφού το ύφος των ποιημάτων έχει έναν μοναχικό, νοσταλγικό κι ασκητικό τόνο. Ο απροκάλυπτος και έντονος αισθησιασμός των ποιημάτων σε συνδυασμό με τα παιδικά -σχεδόν πλατωνικά- στοιχεία του κειμένου προκαλούν μια πανέμορφη αντίθεση που κάνει την ποιητική συλλογή να ξεχωρίζει ανάμεσα στις άλλες.

Ο Ρίτσος όχι απλώς υμνεί, αλλά λιτανεύει και αγιοποιεί το πρόσωπο του έρωτα:

«Ἡδονή-
πέρα ἀπ᾿ τή γέννηση,
πέρα ἀπ᾿ τό θάνατο.
Τελικό κι αἰώνιο
παρόν.»

 
Ο ποιητής βρίσκεται όπου εκείνη υπάρχει, υμνεί το απέραντο σώμα της, μετράει τον αναρίθμητο κόσμο της, της δέεται. Κι αναπέμποντας δέηση προς τη δική της θεϊκή φιγούρα, αποτυπώνει την ταπεινή του προσευχή και μας την παραχωρεί για να τιμήσουμε ήσυχα και βουβά τους δικούς μας έρωτας κάνοντας το «πάτερ ημών» του μια γαλάζια και κόκκινη σημαία.

Τα ερωτικά, σίγα-σιγά, λίγο-λίγο και κομμάτι-κομμάτι, έκαναν το γύρω του ελληνικού διαδικτύου και γέμισαν σελίδες, άρθρα και προφίλ, τα προφίλ των ίδιων ανθρώπων που δε διαβάζουν ποίηση γιατί είναι βαρετή. Κι αν δεν είναι κάτι η ποίηση, αυτό είναι βαρετή. Η ποίηση είναι μια φωνή, πότε σιγανή σαν ψίθυρος και πότε ηχηρή σαν κρότος, είναι για λίγους ναι, όπως κάθε μορφή -λιγότερο εύπεπτης- τέχνης σ΄αυτόν τον κόσμο. Η ποίηση του Ρίτσου δε στα Ερωτικά, πιο αισθησιακή από ταινία, πιο τολμηρή από ιδέα και πιο διεισδυτική από ψυχογράφημα δεν πετυχαίνει απλά να κινήσει το ενδιαφέρον αλλά να σε γεμίσει ανέλπιστα από την κορφή ως τα νύχια.

Σαν μύστης ο ποιητής, προχωράει από στίχο σε στίχο μ’ ευλάβεια και γνωρίζει στον αναγνώστη την άγρια και ταυτόχρονα αγνή πλευρά του έρωτα με τρόπο πρωτοφανή. Περιγράφει την ερωτική πράξη σαν τελετουργία και περνάει στον αναγνώστη την ιδέα πως ο έρωτας είναι ιερός, αθώος και πονηρός μαζί, ζωοδόχος.

«Σε πεινάω. Σε διψάω.»

 
Κι εμείς; Εμείς πεινάσαμε μαζί με τον ποιητή, διψάσαμε για το κορμί που εμείς θελήσαμε, φαντασιωθήκαμε τα δικά του μάτια, τα δικά της μαλλιά, τα δικά μας υγρά κορμιά. Ακούσαμε μαζί τους πόρους του αγαπημένου μας προσώπου να εκπέμπουν «φωνήεντα και σύμφωνα ιμερόεντα».

Ο σαρκικός πόθος που νιώθει ο ποιητής γίνεται δικός μας. Γίνεται κτήμα μας και φουντώνει μέσα μας μετά από κάθε λέξη, κάθε σκέψη, κάθε ιδέα. Αψηφά τους πουριτανισμούς και τους περιορισμούς, φωνάζει «Μη φεύγεις. Μη φεύγεις. Τόσο υλική, τόσο άπιαστη.». Γίνεται ο φόβος μας ο πόθος εκείνος. Ο φόβος πως κάποια μέρα θα φύγει ο έρωτας και θα μας καλύψει σαν πέπλο η δυστυχία, σαν ματωμένο φεγγάρι -ανοιξιάτικο ή όχι.

«Πώς ζουν οι πεθαμένοι χωρίς έρωτα;»

 
Πηγή φωτογραφίας

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ζηνοβία Τσαρτσίδου