«Οι μεγάλοι πόλεμοι δεν αρχίζουν στα πεδία των μαχών, ούτε οι ολέθριες πολιτικές ιδεολογίες ξεκινούν από μαζικές συγκεντρώσεις σε πλατείες. Αρχίζουν ανύποπτα στους χώρους της καθημερινής μας ζωής, ξεκινούν ακόμη και μέσα απ’ το ίδιο μας το σπίτι». Το παραπάνω απόσπασμα ανήκει στον σπουδαίο ποιητή, θεατρικό συγγραφέα, ακαδημαϊκό και άνθρωπο -κυρίως άνθρωπο- Ιάκωβο Καμπανέλλη. Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο ποιητής ζήτησε από τις Βανέσα Ρέντγκρεϊβ και Μαρία Φαραντούρη να διαβάσουν το κείμενο αυτό, με τίτλο «ποτέ πια», στα πλαίσια μιας εκδήλωσης που λάμβανε χώρα στο Αμβούργο.

Ο ίδιος, έχοντας βιώσει την κατάσταση των στρατοπέδων συγκέντρωσης, είχε γράψει μετά την απελευθέρωσή του το 1945 κείμενα εμπνευσμένα από το Μαουτχάουζεν. Το 1965 εκδίδεται το «Μαουτχάουζεν» ως βιβλίο και ο ίδιος γράφει 4 ποιήματα. Το βιβλίο αφορά των έρωτα δύο νεαρών ανθρώπων που τίθενται υπό περιορισμό και βλέπουν την αγάπη τους να χάνεται με το τέλος της άτυχης κοπέλας. Αργότερα, και τα 4 ποιήματα μελοποιούνται από τον μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεύονται από τη Μαρία Φαραντούρη. Το «Άσμα Ασμάτων» είναι ένα από τα 4 ποιήματα που στόλισαν νότες και μοναδικές χροιές και είναι αυτό που στιγμάτισε περισσότερο την ελληνική -και όχι μόνο- τέχνη. Στο Ισραήλ τιμάται όσο ο εθνικός τους ύμνος, ενώ οι «New York Times» έκαναν λόγο για το σπουδαιότερο έργο που έχει γραφτεί για εκείνη την περίοδο.

Τι κάνει όμως το «Άσμα Ασμάτων» τόσο συγκινητικό; O ερωτευμένος νεαρός στο ποίημα του Καμπανέλλη ρωτάει τις κοπέλες στα πιο γνωστά στρατόπεδα συγκέντρωσης αν είδαν την αγαπημένη του, αλλά δυστυχώς οι απαντήσεις που παίρνει υποδηλώνουν τον χαμό της. Συνεχίζει μιλώντας για την ομορφιά της και την περιγράφει με μια παιδικότητα που συγκινεί. «Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου με το καθημερινό της φόρεμα κι ένα χτενάκι στα μαλλιά. Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία».

Οι φήμες θέλουν τον ίδιο τον ποιητή να γράφει το «Άσμα Ασμάτων» για δικό του έρωτα που κάηκε πιθανόν μαζί με ακόμη 100.000 ανθρώπους, αφήνοντας μόνο δακρύβρεχτες μνήμες. Αυτό που έχει σημασία ωστόσο δεν είναι αν ο ποιητής βάσισε το ποίημα σε προσωπική του ιστορία, είναι το μήνυμα που κατάφερε να περάσει με μερικές αράδες και λίγο μελάνι.

Ο Ναζισμός δε γεννήθηκε και δεν έφυγε μαζί με τον Χίτλερ, δεν μπήκε κάτω από μια πέτρα παρέα βλέποντας για τελευταία φορά το φως του ήλιου. Ζούσε και ζει ακόμα, γιατί πολλοί αναφέρουν ακόμα τις λέξεις «Εβραίος» και «Ρομά» με μια απέχθεια στα μάτια. Αναβιώνει γιατί πολλοί χαιρετούν κατ’ αυτό τον τρόπο και θρέφουν το εγώ τους με συμπεριφορές που βασίζονται στο μίσος. «Ο ναζισμός όμως επέζησε. Κυρίως γιατί αιώνιες κοινωνικές πληγές αφέθηκαν αθεράπευτες», ανέφερε ο Καμπανέλλης. Κι οι πληγές αυτές ακόμα δεν επουλώθηκαν και ο φασισμός τις σκαλίζει κάθε μέρα.

Τρεις φορές ερωτεύεται ο μέσος άνθρωπος στη ζωή του και οι περισσότερες οδηγούν στον πόνο χωρίς τον χαμό του αγαπημένου του προσώπου. Ας σκεφτούμε πώς είναι να κλαις για ένα χαμόγελο που έλιωσε δίπλα σε παιδιά. Για ένα σώμα που λύγισε σαν κερί και μια φωνή που χάθηκε μαζί με χιλιάδες άλλες. Οι άνθρωποι στα στρατόπεδα έκαναν φιλίες, ερωτεύτηκαν και έζησαν σε μέρες ένα μικρό άπειρο. Γνώρισαν ψυχές μόνο για να αφήσουν τις δικές τους λίγο ελαφρύτερες παραπέρα. Αγάπησαν και αγαπήθηκαν για μια τελευταία φορά, έτσι, γιατί ήξεραν στον περιορισμό να απαντήσουν με αγάπη. Ο Γκάντι είπε «Το μόνο αποτέλεσμα που θα έχει το οφθαλμόν αντί οφθαλμού είναι να κάνει όλο τον κόσμο τυφλό» και μέσα στο Άουσβιτς, το Μπέλσεν και το Νταχάου το γνώριζαν ήδη οι περισσότεροι. Η Άννα Φρανκ όσο κρυβόταν έγραψε «Παρ’ όλα αυτά πιστεύω πως κατά βάθος όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί» και το μόνο που θέλησε ακόμα και τους πιο σκοτεινούς καιρούς ήταν να δώσει αγάπη.

Αυτό το μήνυμα, το μήνυμα του αιώνιου, του ακούραστου, του ασίγαστου έρωτα πέρασε ο Καμπανέλλης σε μετρημένες λέξεις. Μας δίδαξε πως ο Ναζισμός δεν πέθανε και όσο είναι ζωντανός θα ματώνουν οι πληγές μας με κάθε δύση του ήλιου· και θα μαζεύουν κάθε ανατολή που κάποιος πιστεύει στην αγάπη και σκουπίζει την αλμύρα από το μάτια του όταν ακούει «Μην είδατε την αγάπη μου». Μας θύμισε πως η αδιαφορία για τα κίνητρα που ριζώνουν μέσα μας αυτή τη νοοτροπία είναι αυτά που καταστρέφουν, πως οφείλουμε να βελτιωνόμαστε καθημερινά πριν επιχειρήσουμε να βελτιώσουμε τον κόσμο και να κουνήσουμε το δάχτυλο. Τίμησε με τα λόγια του κάθε έθνος, κάθε κοινωνική ομάδα που κρύβεται για αιώνες και κάθε άνθρωπο που βιώνει τον έρωτα.

Συντάκτης: Ζηνοβία Τσαρτσίδου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.