Πώς γίνεται να σταματήσεις ένα μυαλό να σκέφτεται, να επεξεργάζεται όλες τις πληροφορίες που έχει λάβει; Πώς γίνεται να βάλω παύση στο μυαλό μου και να μη σκέφτεται τα λόγια σου.

Εκείνο το  βράδυ δε χρειάστηκε πολύ κρασί για να αρχίσουν τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι. Το βάρος που πλάκωνε την ψυχή μου ήταν υπεραρκετό. Μια ιστορία μισοτελειωμένη επί ένα χρόνο κοντά, ξέρεις, από αυτές που σε γυρίζουν πίσω ξανά και ξανά μη έχοντας κάτι ουσιώδες να σου δώσουν.

Γυρνάς όμως εσύ ελπίζοντας πως κάτι ίσως αλλάξει. Εθελοτυφλούσα κάθε φορά με τα λόγια σου, τα οποία ήξερα κατά βάθος πως δεν ήταν τίποτα παραπάνω από λόγια μεθυσμένα, μια άμυνα πεσμένη απ’ το ποτό κι έτσι η λογική έμπαινε στην άκρη και επικρατούσε το συναίσθημα.

Θυμάμαι κάθε μοιραία μας συνάντηση. Θυμάμαι το βλέμμα σου, τα λόγια σου, την προσπάθειά σου να σπάσεις την άμυνά μου. Μια άμυνα που μετά δυσκολίας κρατούσα και φυσικά κάθε φορά κατέληγες να ρίχνεις. Έπεφτα γιατί πολύ απλά μου ήταν αδύνατον να πω «όχι». Γιατί εγώ ήξερα τι ήθελα.

Θυμάμαι όλα τα βράδια μας. Και λέω βράδια μας γιατί μέχρι εκεί μέναμε πλέον. Το πρωί επιστρέφαμε στις ζωές μας κι ούτε λόγος επανασύνδεσης. Κάποιες φόρες χωρίς καμία επικοινωνία μέχρι την επόμενη συνάντησή μας. Άλλες όμως έλυνα τη σιωπή μου κι έβγαιναν ουρλιαχτά απόγνωσης.

Ζητούσα μια απάντηση που θα κάλυπτε τα ερωτηματικά μου. Συνήθως η απάντησή σου δεν ήταν παρά μια  σιωπή κι ένα αναπάντητο μήνυμα στα αρχειοθετημένα μου. Ζητούσα μια απάντηση επί ένα χρόνο.  Μια απάντηση στο αν τελικά θα προσπαθούσαμε και πάλι το μαζί εκτός απ’ το να καλύπτεις το κενό στη ζωή μου κάτι μοναχικά βράδια.

Εκείνο το βράδυ λοιπόν έχοντας πια, νομίζω, φτάσει σε αυτό που αποκαλώ όρια, όρια ξεπερασμένα από καιρό με μια υπομονή να ξεχειλίζει για χάρη σου, έκανα το μπαμ. Δεν άντεχα μια ακόμα συνάντηση χωρίς κάποιο ουσιώδες κλείσιμο της βραδιάς. Το να σε χαιρετήσω και να σε αντιμετωπίσω φυσιολογικά παραμερίζοντας τα συναισθήματά μου και βολεύοντας τα δικά σου ήταν πια πάνω απ’ τις δυνάμεις μου.

Εκείνο το βράδυ επιζητούσα απαντήσεις τις οποίες θα μου τις έδινες ο κόσμος να χαλάσει. Θα μάθαινες εκείνο το βράδυ να με κοιτάς στα μάτια και να μου λες την αλήθεια. Λίγο αργότερα δυο άνθρωποι μέσα σε ένα αμάξι θα έληγαν για πάντα τους δεσμούς που τους ένωναν. Θα σήμαινε το τέλος για μένα.

Με αγαπάς είπες, όμως, δεν μπορείς. Δε θες να είσαι με καμία. Θες να είσαι μόνος. Κανένα μεθυσμένο μήνυμα πια. Κανένα σ’ αγαπάω, κανένα μου λείπεις. Αυτά. Άνοιξες την πόρτα κι έφυγες.

Δεν μπορώ να δεχτώ πως με αγαπάς όμως μπορείς να ζεις μακριά μου. Δε θέλω να ξεχάσω τίποτα από εκείνο το βράδυ των δηλώσεών σου. Θέλω να τα θυμάμαι όλα. Να θυμάμαι πως οι άνθρωποι είναι φοβητσιάρηδες μπροστά σε αυτό που νιώθουν. Πως η ελευθερία σου ήταν πάντα σημαντικότερη από εμένα. Πως, φίλε μου, για να μιλάμε ειλικρινά, τελικά δε με αγάπησες. Θέλω να τα θυμάμαι όλα για να ‘χω λόγο να μην ξαναγυρίσω.

Εκείνο το βράδυ έκλαψα πολύ. Σπάραζα στο αμάξι μου. Περνούσαν απ’ το μυαλό μου άσχημες σκέψεις. Όταν όμως σκούπισα τα δάκρυά μου είδα την πραγματικότητα ξεκάθαρη εμπρός μου. Η ζωή μου χωρίς εσένα πλέον. Μαθαίνουμε κολύμπι κι αρχίζουμε απ’ την αρχή. Είναι βαθιά, το ξέρω, νομίζω θα πνιγώ, κι αυτό το ξέρω, μου φαίνεται ακατόρθωτο, όμως θα τα καταφέρω. Όταν κι όποτε. Τα πάντα θέλουν χρόνο.

Αυτό που άφησες μισό εσύ, εγώ ήθελα να το φτάσω μέχρι τέρμα. Δε νομίζω να σε συγχωρήσω ποτέ για όλα εκείνα τα βράδια που απλά φέρθηκες επιπόλαια. Για όλες εκείνες τις στιγμές που τελικά δε νιώσαμε το ίδιο. Είχαμε πάψει εδώ και καιρό να κάνουμε κοινά όνειρα -αν κάναμε τελικά και ποτέ. Το τερμάτισα μαζί σου. Αν εσύ όμως δε θες με το ζόρι δε γίνεται.

Καμία επαφή από δω και πέρα δε θέλω. Κι αν σου λείψω ή ακόμα με αγαπάς, να μην το μάθω ποτέ. Γιατί ανθρώπους που φοβούνται να με αγαπήσουν ως το τέρμα, αλλά δε φοβούνται να με πληγώσουν, στη ζωή μου δεν τους θέλω πια. Μεταβολή κι άντε στη ζωούλα σου. Την ελεύθερη με καθετί εφήμερο. Θα την μπαλώσω την καρδιά μου εγώ, θα βρω τον τρόπο. Μα δε θα σε αφήσω να μου ξύσεις πάλι καμία πληγή.

Το βράδυ εκείνο κοιμήθηκα έχοντάς σε στη καρδιά μου σαν μαχαιριά, σαν εφιάλτης κακός που θα ξυπνούσα. Απ’ το επόμενο πρωί δεν άφησα κανέναν να αναφέρει ξανά το όνομά σου. Μερικές φορές όταν πονάς πολύ, όταν ο σκληρός δίσκος γεμίζει, χρειάζεται να σβήσεις για να πας παρακάτω. Έφτασα στο τέρμα μόνη μου τελικά,  όμως και μόνη μου θα κάνω την αρχή μου. Δε με αξίζεις τελικά…

Συντάκτης: Λυδία Κεραμιώτη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη