Η πόλη μου είναι η Λευκωσία. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, εδώ ζω. Όμως τι έχω ζήσει απ’ αυτή την πόλη, τι έχω γευτεί, αλήθεια αναρωτιέμαι. «Η τελευταία διχοτομημένη πρωτεύουσα στον κόσμο». Πόσες φορές το άκουσα αυτό, είναι σαν σλόγκαν, το μαθαίνουμε και το λέμε, το κατανοούμε όμως;

Βρέθηκα εγώ, ο αθώος, να κουβαλώ αυτό το βάρος. Βρέθηκα αντιμέτωπος με μια ιστορία, με ένα μίσος, με έναν εχθρό κι ίσως κι ένα χαμένο αδελφό. Στην πόλη μου κυματίζουν δύο σημαίες, μιλιούνται δύο γλώσσες, τραγουδιούνται δύο εθνικοί ύμνοι, λατρεύονται δύο Θεοί. Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχω την ευκαιρία να γνωρίσω την πόλη αυτή την τόσο ιδιαίτερη. Το παράδοξο για τους άλλους είναι για μένα η πραγματικότητά μου.

Πολλοί βολεύτηκαν μα εγώ δε θα το κάνω ποτέ. Ουδέποτε. Το βόλεμα δεν είναι λύση, ο φανατισμός δεν είναι λύση ούτε η παθητική αποδοχή κάποιων απόψεων είναι λύση. Υποφέρω όπως κι αυτός αλλά δεν τολμώ να τον γνωρίσω. Βρίσκομαι διαιρεμένος, διαλυμένος όπως κι αυτός. Ένας δυνάστης είναι στο θρόνο του και το απολαμβάνει. Απολαμβάνει την απραξία μας, το βόλεμά μας, το φόβο μας. Ο κατακτητής είναι ακόμη εδώ.

Σαν  η Λευκωσία να είναι μία οικογένεια που ζει στο ίδιο σπίτι όμως τα μέλη της δε συναντιούνται ποτέ. Επειδή πολύ απλά κάποιος, κάποιοι, ο χρόνος, η ιστορία, τα λάθη, οι φιλοδοξίες, τα μοίρασαν και τα ανάγκασαν  να κλειστούν σε δύο ξεχωριστά δωμάτια. Δεν επικοινωνούν πια, το κάθε δωμάτιο έγινε τελικά ολάκερο σπίτι γι’ αυτά. Κι αν είμαστε παιδιά δυο διαφορετικών μανάδων, ποια μάνα υπήρξε απόλυτα σωστή και πόσο υπόδειγμα καλού παιδιού ήμασταν εμείς; 

Περπατώ στα στενά της πόλης μου, στην παλιά πόλη κι οι δρόμοι σταματούν, αντικρίζω συρματοπλέγματα. Μου είπαν πως αυτή η  πόλη περιτριγυρίζεται από τείχη. Εγώ βλέπω ένα μέρος τους. Το υπόλοιπο πού βρίσκεται; Σε  άλλη πόλη; Κι έξω απ’ τα τείχη ακόμη, στην καινούργια  πόλη, οι δρόμοι σταματούν για μένα. Συρματοπλέγματα και πάλι. Τι να ‘ναι άραγε απέναντι;  Βλέπω μεγάλες εκτάσεις χωραφιών που παραμένουν αναξιοποίητες. Για ποιο λόγο; Άλλοτε η αστική περιοχή συνεχίζεται, αλλά ο δρόμος και πάλι σταματά. Τι είναι εκεί; Μια άλλη πόλη;

Μα εγώ αν βρεθώ εκεί στην Ομορφίτα, στον Τράχωνα ή στη Νεάπολη ή σε κάποιο σοκάκι  στην παλιά πόλη της «άλλης πλευράς» θα είμαι ξένος, ξένος στην πόλη μου, στη δικιά μου πόλη. Η Λευκωσία που έμαθα είναι περιορισμένη, είναι απλά ένα κομμάτι της. Για να τη γνωρίσω ολόκληρη πρέπει να χρησιμοποιήσω την ταυτότητά μου. Σαν να ταξιδεύω. Αλλά στην πραγματικότητα απλά πηγαίνω απ’ το ένα προάστιο στο άλλο. Ή ακόμα πιο λυπηρό, «ταξιδεύω» με τα πόδια για να πάω στο τέρμα του δρόμου, του ίδιου δρόμου, της ίδιας πόλης, της ίδιας πατρίδας.

Αν βρισκόμουν εγώ δίπλα-δίπλα με κάποιον που κατοικεί σ’ αυτή την «άλλη» περιοχή και μας ρωτήσει κάποιος τρίτος, ξένος, «σε ποια πόλη ζείτε;», τι θα πούμε; Μα η απάντηση είναι κοινή. Ζούμε κι οι δύο στη Λευκωσία, την πόλη μας.

Μας αρκεί να βρίζουμε και να μισούμε. Δεν αναγνωρίζουμε κανένα λάθος σε μας, δε συγχωρούμε κανένα λάθος του άλλου. Εγώ δεν υποστηρίζω κανένα. Από μας κάποιος φταίει περισσότερο, κάποιος λιγότερο. Δε λέω να ξεχνάμε την ιστορία. Χρειάζεται όμως να τη μελετάμε προσεκτικά και να είμαστε έτοιμοι να την ανατρέψουμε με σεβασμό. Αλλιώς θα μείνουμε στάσιμοι. Είχαμε την κατάρα να την κληρονομήσουμε και την ακόμη μεγαλύτερη κατάρα να τη διαχειριστούμε. Τώρα ήρθε όμως η σειρά μας.

Την ίδια στιγμή που εσύ βολεύεσαι, εγώ είμαι πληγωμένος για το σπίτι που δε γνώρισα, για το λουλούδι που δεν άνθισε, για το δυνάστη που δεν αφήνει καμιά ηλιαχτίδα φωτός να περάσει στον ουρανό μας. Εσύ μισείς τον εαυτό σου, τα αδέλφια σου και το συγκάτοικό σου. Εγώ σιχαίνομαι τον δυνάστη.

Ας ξεχάσουμε όλοι λοιπόν να δούμε πού θα πάμε ανώριμε, αδελφέ μου. Οι πρόγoνοί μας μεγάλωσαν και μυαλό δεν έβαλαν. Πόνεσαν κι όμως συνεχίζουν να προκαλούν. Μερικές φορές ίσως να δικαιολογούνται λόγω της τεράστιας πληγής που μαίνεται στην ψυχή τους, αλλά μερικές φορές. Συνήθως μας απογοητεύουν. Εμείς τι κάνουμε όμως; Είμαστε οι παθητικοί δέκτες των πολλών ανεγκέφαλων ή επαναστατούμε;

Αν σου έλεγα να γκρεμίσουμε τις πόρτες των δύο δωματίων, ώστε να κάνουμε την πόλη μας, το νησί μας, ένα μεγάλο κοινό δωμάτιο, το σπίτι μας, τι θα μου έλεγες; Εγώ είμαι έτοιμος να κάνω το βήμα, εσύ;

 

Επιμέλεια Κειμένου Παύλου Πήττα: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Παύλος Πήττας