Και κάπως έτσι τελειώσαμε. Χωρίς πολλά-πολλά. Δε συζητήσαμε πολύ, δε δώσαμε το περιθώριο. Μάλλον έτσι έπρεπε να γίνει, δεν ξέρω. Δεν ταιριάζαμε. Δεν ήμασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο ή ακόμα κι αν ήμασταν, δεν μπορούσαμε να συνυπάρξουμε. Άλλος κόσμος εγώ, άλλος κόσμος εσύ, ποια γέφυρα θα μπορούσε να μας ενώσει;

Αγαπηθήκαμε βαθιά, το ξέρω. Δεν μπορεί, δεν είναι σε καμία περίπτωση δυνατό αυτό που ζήσαμε να ήταν ψεύτικο. Ερωτευτήκαμε τόσο που μια φλόγα διαπερνούσε όλο μας το κορμί κάθε φορά που συναντιόμασταν. Ήταν έρωτας με όλη τη σημασία της λέξεως, χωρίς απολύτως καμία έκπτωση.

Δε συμβαίνει συχνά αυτό. Εγώ προσωπικά δεν ήξερα ότι υπάρχει. Θεωρούσα τον έρωτα παραμύθι, που κάποιοι δημιούργησαν για να τον εκδίδουν και για να γράφουν σενάρια. Κι αν κάποιες φορές προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι υπάρχει, πάντα αποτύγχανα.

Προσπαθούσα να ερωτευτώ πολύ καιρό. Να πιστέψω πως το συναίσθημα αυτό είναι μαγεία κι όχι μόνο πόνος ούτε μετριότητα. Τον δημιουργούσα τον έρωτα, τον εφεύρισκα. Έλεγα πως από σήμερα είσαι ερωτευμένος μ’ αυτήν κι έπειτα πάλευα να το πιστέψω. Πάντοτε, όμως, ερχόταν η απογοήτευση. Γιατί, απλώς, δεν ήταν αληθινό. Ήταν φτιαχτό, εγώ το είχα δημιουργήσει. Για να νιώσω όσα οι άλλοι έλεγαν πως ένιωθαν.

Έφτασε η ώρα, λοιπόν, που είπα πως θα πάψω να το κυνηγώ. Αν υπάρχει αυτό που λέγεται «έρωτας» ας έρθει από μόνο του, ας κοπιάσει. Ομολογώ πως πέρασε πολύς καιρός κι αυτός παρέμενε άφαντος. Προσπάθησα να τον αγνοήσω και να δεχτώ πως δεν υπάρχει. Μα δε μ’ άφησε. Ήρθε την πιο ανέλπιστη στιγμή και πράγματι η είσοδός του ήταν θεαματική.

Σε είδα τυχαία σε ‘κείνο το μπαρ. Ένιωσα το κλικ στο οποίο τόσοι και τόσοι αναφέρονται. Το κατάλαβα αμέσως. Δε μ’ άφησε κανείς να το σκεφτώ. Δεν πρόλαβα να διστάσω, να έχω αναστολές, να επεξεργαστώ γεγονότα και καταστάσεις. Ήρθα κατευθείαν πάνω σου. Σε διεκδίκησα και τελικά σε κέρδισα.

Δεν ήταν κάτι σαν έρωτας. Ήταν ο ίδιος αυτοπροσώπως. Επειδή πολύ απλά κι εσύ είχες νιώσει το ίδιο ακριβώς. Ήμουν χαρούμενος για όσο κράτησε. Αισθάνθηκα για λίγο ευτυχισμένος. Δε με ένοιαζε τίποτ’ άλλο. Καμία έγνοια, καμιά υποχρέωση δε μου βασάνιζε το μυαλό. Είχαν όλα σβηστεί μαγικά. Όλα έμοιαζαν κάπως πιο όμορφα απ’ ό,τι συνήθως.

Ήτανε, όμως, τόσο έντονο που δε θα μπορούσε να κρατήσει περισσότερο. Ήταν σαν να ζούσα όλα τα καψουροτράγουδα ταυτόχρονα. Ήθελα να βγω στον δρόμο, να τρέξω και να φωνάξω πως είμαι ερωτευμένος. Έζησα το όνειρο κι είμαι ευτυχής γι’ αυτό. Όταν ήμασταν μαζί δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο. Ήμασταν μονάχα εμείς, ο έρωτας, το πάθος, η ορμή. Περάσαμε μαζί υπέροχα βράδια αγκαλιά.

Μέχρι που προσγειωθήκαμε απότομα. Όταν είδαμε τα πράγματα λιγάκι πιο ρεαλιστικά. Όταν η καθημερινότητα μας χτύπησε την πόρτα και μας υπενθύμισε τι αφήσαμε πίσω. Κι εμείς δεν καταφέραμε να συμβιβαστούμε. Διότι η ένωσή μας ήταν πυρκαγιά και πυροτέχνημα και τίποτα δεν μπορούσε να το αποτρέψει αυτό. Μονάχα ο χωρισμός. Κι έτσι έγινε, με συνοπτικές διαδικασίες.

Νικηθήκαμε, μάτια μου. Δεν τα καταφέραμε. Ο έρωτας δεν έρχεται κάθε μέρα. Και δεν πιστεύω ότι έρχεται ουσιαστικά για δεύτερη φορά. Όχι, τουλάχιστον, τόσο έντονα, όχι τόσο ορμητικά. Και δεν ξέρω καν αν μπορεί ένα τέτοιου είδους συναίσθημα να στεριώσει και να κρατήσει σε διάρκεια. Είναι τρομακτικά δύσκολο και θαυμάζω όσους τα καταφέρνουν να τον κρατούν αγέραστο στον χρόνο.

Τώρα πια ξέρω ότι υπάρχει. Υπάρχει το απόλυτο, αυτό που έρχεται σαν χείμαρρος, σε παρασέρνει και σ’ αφήνει –όταν πια στερέψει– μόνο σου με τις πληγές σου. Ο έρωτας είναι παραμύθι. Κι εγώ τον έζησα. Το ζήσαμε μαζί. Τι να πουν, καρδιά μου, κι αυτοί που αγνοούν την ύπαρξή του. Τέτοιος είναι ο άτιμος. Σε ανεβάζει γρήγορα και σε ρίχνει με την ίδια ακριβώς ταχύτητα.

Δε θα σε ξεχάσω ποτέ. Θα σε θυμάμαι πάντα. Θα σ’ αγαπάω πάντα -ακόμα κι αν δε σ’ έχω. Είσαι ό,τι πιο δυνατό έχω ζήσει. Αναζητώ το στέρεο, το ανοξείδωτο, αυτό που θα αντέξει τις φουρτούνες. Γυρεύω τη γυναίκα της ζωής μου κι ελπίζω μια μέρα να τη βρω. Μα θα σε θυμάμαι ακόμα κι αν δεν μπορείς να είσαι εσύ αυτή. Και θα έχεις μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Αντίο, πριγκίπισσα του παραμυθιού. Να με θυμάσαι κι εσύ.

Συντάκτης: Παύλος Πήττας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη