Μεσημεράκι Κυριακής και το τραπέζι της μαμάς γεμάτο λιχουδιές. Λίγο ο μουσακάς που δεν ενδείκνυται για καύσωνες –παρά την επιμονή των μελιτζάνων να φυτρώνουν το καλοκαίρι– κάτι η μόνιμη επωδός «κάτσε λίγο να σε χαρώ κι εγώ που σε γέννησα» και το ραντεβού για καφέ έδωσε τη θέση του στην ξάπλα στον καναπέ του πατρικού.

Το νυσταλέο βλέμμα μου έπεσε στο σκρίνιο. Εκείνο το απομεινάρι της προίκας της μαμάς που παλιατζούρα το ανέβαζα, απολίθωμα το κατέβαζα. Κι, όμως. αυτή η παλιατζούρα φιλοξενούσε όλη μου τη ζωή.

Φωτογραφικά άλμπουμ σε διάφορα χρώματα και σχέδια, ανάλογα με τη μόδα (ή την απουσία της) της κάθε εποχής, δέσποζαν ανάμεσα σε κρύσταλλα και τσαγιέρες.

Κι έμοιαζαν να με καλούν να ταξιδέψω μαζί τους στο ίδιο μου το παρελθόν.

Ο αδερφός μου μωρό κι εγώ με ξινισμένη μούρη είτε λόγω της ζήλιας μου είτε από νεύρα για το καναρινί πουλόβερ που με τσιμπούσε, η μαμά με παντελόνι λουλουδάτο χεράκι χεράκι με τον μπαμπά και η θεία μου η Κούλα με μαλλί «ανατολικογερμανίδα τριπλουνίστρια», ήταν οι πρώτες εικόνες.

Σύντομα, όμως, το σκηνικό άλλαξε και την προσοχή μου τράβηξε μια πολυκαιρισμένη φωτογραφία με τέσσερις νεαρές να κοιτούν φιλήδονα (κούνια που μας κούναγε) το φακό. Όσο κι αν είχα αποκηρύξει τον εαυτό μου με σπαστό μαλλί δε μπορούσα παρά να με αναγνωρίσω.

Στα δεξιά μου η Μαρία που μοιραζόμασταν το ίδιο θρανίο στο γυμνάσιο και δίπλα της η Κατερίνα και η Βασούλα, οι μπροστινές μας. Σωστή συμμορία ήμασταν ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν με ύφος «σηκώνω τα χέρια ψηλά» οι καθηγητές μας στους κηδεμόνες μας.

Ένα τσίμπημα, μικρό μεν ευδιάκριτο δε, μ’ εμπόδισε να γυρίσω σελίδα. Μα, πού είχαν χαθεί οι τρεις σωματοφύλακές μου, που ορκίζονταν σε μένα, τη… Ντ’ Αρτανιάν της παρέας, αιώνια φιλία ή F.F.E όπως γράφαμε στα λευκώματα; Γιατί δεν ήταν πια κομμάτι της καθημερινότητάς μου; Γιατί δεν ήξερα ούτε αν ζουν ούτε αν πέθαναν;

Ήταν τυχαίο ή κάτι πιο βαθύ;

Στις κιτρινισμένες σελίδες των παλιών άλμπουμ, εκείνων που πριν έρθουν τα έξυπνα κινητά, έμοιαζαν μοναδικά μέσα αποθήκευσης της ζωής μας, κρύβονται αναμνήσεις όμορφες και τρυφερές.

Συνάμα, όμως, κι απορίες που αν τις αφήσουμε να βασανίσουν για λίγο το μυαλό μας ίσως καταλάβουμε πολλά. Όχι μονάχα για τον εαυτό μας αλλά για τη ζωή την ίδια.

«Αλλάζουνε οι άνθρωποι, αλλάξαμε κι εμείς. Χαθήκαμε» λέει το τραγούδι κι αυτή είναι η κυνική κι απόλυτη αλήθεια.

Ο Γιωργάκης που σου ‘κανε «κερατάκια» σ’ εκείνη τη φωτογραφία που τραβήξατε στα Καλάβρυτα όλη η παρέα του Γ5, μπορεί να έκανε τη δεκατριάχρονη καρδιά σου να τρέχει με χίλια, όμως πόσα χρόνια πέρασαν που δεν τον έχεις σκεφτεί;

Κι εκείνος ο «σκληρός» που ερωτεύτηκες σαν τρελή στο πρώτο έτος, πού να βρίσκεται άραγε; Πώς έφτασες απ’ τις δηλώσεις στη συγκάτοικο «θα αυτοκτονήσω με χλωρίνη» στο να μην έχεις ρωτήσει ούτε μια φορά για την τύχη του;

Ο πανδαμάτωρ χρόνος είναι η απάντηση. Εκείνος που όσο κι αν επιμένει ο Γιάννης Αγγελάκας πως «είναι ο χειρότερος γιατρός», όλα τα νικά κι όλα τα διώχνει από μέσα μας αφήνοντας ένα κενό. Όχι δυσαναπλήρωτο, αφού οι άνθρωποι που ακολούθησαν, αλλά και κάποιοι εκλεκτοί που κουβαλάμε μαζί μας σαν πολύτιμο φυλαχτό απ’ το παρελθόν, το κάλυψαν επάξια.

Μεγαλώνουμε κι αλλάζουμε.

Για Νομική Θεσσαλονίκης έφυγες εσύ στα 18 σου, στην Κρήτη την εκπαίδευαν την παλιά κολλητή σου να γίνει φιλόλογος. Πολύ ήθελε να χωριστούν, εκτός από τα σώματα, και οι καρδιές σας;

«Και τώρα τί;» σκέφτεσαι ξεφυλλίζοντας το άλμπουμ κι αναρωτιέσαι αν πρέπει να αναζητήσεις τον παιδικό σου φίλο. Αν επιλέξεις να το κάνεις μόνο και μόνο από νοσταλγία κι έτσι για να δεις τι κάνει, βρε αδερφέ, ελεύθερα. Όμως, αν περιμένεις μια πανηγυρική επανένωση των F.F.E., τότε θα απογοητευτείς οικτρά.

Δε θυμάσαι που σου είπε η μαμά στο τηλέφωνο πως ο Χρήστος απέκτησε και δεύτερο παιδάκι και έπιασε επιτέλους δουλειά στην τράπεζα; Τι κοινό σημείο, νομίζεις πως μπορείτε να βρείτε μετά από τόσα χρόνια όταν εκείνος είναι οικογενειάρχης κι εσύ από επιλογή ρεμάλι της κοινωνίας;

Κι αν κάνεις μια νηφάλια βουτιά στο παρελθόν, η Χριστίνα που σου κρατά το χέρι σ’ όλα τα φωτογραφικά ντοκουμέντα του λυκείου, δεν είχε πάντοτε όνειρο να γίνει μάνα ενώ εσύ της απαντούσες πεισμωμένα «να γίνουμε δικηγορίνες, ρε. Και να μένουμε στο Λονδίνο να μην έχουμε κανέναν στο κεφάλι μας»;

Το χρόνο που περνά, μας τον παρουσιάζουν πάντοτε ως γιατρικό για κάθε ερωτική απογοήτευση. Όμως, δεν είναι μονάχα αυτή η δουλειά του.

«Όλα τ’ αλλάζει ο καιρός, όλα θα τα ρημάξει» μας ενημέρωσε μελωδικά ο σπουδαίος Νίκος Παπάζογλου. Οι άνθρωποι που κάποτε αγαπήσαμε αποδείχτηκαν περαστικοί κι όσο κι αν εξίσου αληθινός είναι ο στίχος πως «τις φωτογραφίες σου τις βλέπω και δακρύζω», υπήρχε μάλλον λόγος σοβαρός που πια δεν είναι στη ζωή μας.

Το χάσμα που μας χωρίζει βαθύ, τα χιλιόμετρα περισσότερα αλλά οι αναμνήσεις εκεί, φυλαγμένες καλά μέσα μας για να έρχονται πότε πότε και να μας ταξιδεύουν σ’ εποχές πιο αθώες, πιο ανέμελες.

Απόλαυσε, λοιπόν, το νοσταλγικό ταξίδι, όμως μόλις αποθέσεις το χοντρό τόμο πίσω στο σκρίνιο της μαμάς, γύρνα ξανά στο παρόν και στους ανθρώπους σου. Τους πραγματικούς, εκείνους που ακόμη κι αν βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά, τους έχεις στην πρώτη θέση του skype σου.

Γιατί αν δοκιμάσεις να φέρεις πίσω το παρελθόν, οι πιθανότητες λένε πως θα κλάψεις ξανά. Όχι από νοσταλγία αλλά από απογοήτευση.

 

ΥΓ: Για τα πάντα στη ζωή υπάρχουν εξαιρέσεις που σπάνε τους κανόνες. Σας εύχομαι να βρείτε, όπως κι εγώ, τη δική σας όμορφη εξαίρεση και να μην την αφήσετε να χαθεί ποτέ ξανά…

Συντάκτης: Δήμητρα Τσαμποδήμου