Οι ανθρώπινες σχέσεις θα έλεγε κανείς ότι αποτελούν τη μοναδική οδό προς την αυτοπραγμάτωση, σαν μία αντλία που μας διοχετεύει διαρκώς με συναισθήματα, έχοντας ανεξάντλητα αποθέματα. Τα συναισθήματα αυτά, σαν μικρά πλασματάκια, διαρκώς μεταβαλλόμενα έχουν την ικανότητα να τρυπώνουν μέσα μας και να μας προκαλούν άλλοτε χαρά κι άλλοτε λύπη. Πολλά είδη ανθρώπινων σχέσεων μπορούν να αναπτυχθούν, όμως η ναυαρχίδα δε θα μπορούσε να είναι άλλη από αυτή τη σχέση που έχουμε με την οικογένειά μας.

Εκεί τα πράγματα περιπλέκονται λίγο κι όπως ένας μηχανισμός που για να λειτουργήσει σωστά χρειάζεται να δουλεύει κάθε επιμέρους γρανάζι, έτσι κι η οικογένεια για να παραμείνει αρμονική, απαιτούνται υποχωρήσεις κι αλληλοκατανόηση από κάθε μέλος της.

Η συνύπαρξη, όμως, κι η καθημερινή τριβή πολλών και διαφορετικών χαρακτήρων μέσα σε μια απαιτητική ρουτίνα επιφέρει πολύ συχνά εντάσεις, που οι γονείς καλούνται να σβήσουν, διαφυλάσσοντας έτσι τις ισορροπίες και προφυλάσσοντας την παιδικότητά μας (ανεξαρτήτως ηλικίας) από δυσάρεστα σοκ. Τι γίνεται, όμως, όταν οι γονείς δε δρουν σαν πυροσβέστες αλλά σαν εμπρηστές;

Πρόκειται για τις φορές όπου ένας καβγάς ξεσπά ανάμεσά τους, αλλά δε μένει απλώς εκεί, αντιθέτως επεκτείνεται κι εμπλέκει στο όλο χαώδες σκηνικό και τα παιδιά. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο γονιός ξεχνά το ρόλο του και τη θέση του ως ισορροπιστής και παραφέρεται, υιοθετώντας συμπεριφορές που αρμόζουν μόνο σε μικρά παιδιά. Η στάση που επιδεικνύει είναι άκρως αντίθετη με αυτή που μας έχει συνηθίσει να περιμένουμε από ‘κείνον, κι αυτό είναι κάτι που προκαλεί σύγχυση.

Η κατάσταση χειροτερεύει όταν οι γονείς ψάχνουν συμμάχους στα σπλάχνα τους, βάζοντάς τα σε μια διαδικασία σύγκρισης (υποτιμώντας κάποτε το σύντροφό τους) και θέτοντας δολώματα ή συναισθηματικού εκβιασμούς για να τα πάρουν στο στρατόπεδό τους.

Κι ενώ η οικογένεια θα έπρεπε να μάχεται ενωμένη απέναντι σε ό,τι μπορεί να ταράζει καθημερινά την ηρεμία της, αντ’ αυτού δημιουργούνται συνθήκες εμφύλιας διαμάχης στην οποία τα παιδιά καλούνται να διαλέξουν με ποιον απ’ τους δύο γονείς θα συμπαραταχθούν. Οι κηδεμόνες λησμονούν το ρόλο τους και κινούνται απ’ τον εγωισμό τους, που ριζώνει μέσα τους σαν αγριόχορτα που απειλούν να καταστρέψουν τον όμορφο κήπο που έχουν φτιάξει όλα αυτά τα χρόνια με υπομονή και προσπάθεια.

Δημιουργείται, δηλαδή, μια ανάγκη να αποδείξουν πως υπερτερούν έναντι του άλλου γονέα και να αντλήσουν την επιβεβαίωση που χρειάζονται απ’ τα ίδια τους τα παιδιά. Υπάρχουν, βέβαια, κι οι φορές που μπορεί να χρησιμοποιήσουν το παιδί ως μέσο για να πληγώσουν ή και να βλάψουν τον συνοδοιπόρο που οι ίδιοι επέλεξαν να έχουν στο ταξίδι αυτό. Το παιδί δεν παύει να αποτελεί τον συνδετικό  κρίκο που πάντα θα τους ενώνει και πάντα θα αισθάνονται  ευάλωτοι απέναντί του.

Όσο θλιβερό κι επίπονο κι αν είναι αυτό σαν διαδικασία, κάποιες φορές καλείται το παιδί να σκληραγωγηθεί και να δείξει την ωριμότητα που δε δείχνουν οι ίδιοι οι γονείς του. Πρέπει  να θέσει τα δικά του προσωπικά όρια, για να προστατεύσει τη συναισθηματική του περιουσία, να φροντίσει δηλαδή να παραμείνει αμέτοχο σ’ αυτή τη μάχη. Σε τελική άποψη, ο καβγάς δεν το αφορά, δεν έχει να χάσει ή να κερδίσει κάτι. Η αγάπη των γονιών του δε διακινδυνεύει να χαθεί, την έχει κερδίσει απ’ την πρώτη του κιόλας αναπνοή, ανεξάρτητα απ’ τη μεταξύ τους σχέση. Πρέπει μόνο του, λοιπόν, να απεγκλωβιστεί απ’ το λαβύρινθο που οι ίδιοι του οι γονείς άθελά τους έχουν παγιδευτεί και να τους αποδείξει πως τα δικά του συναισθήματα δε διαλέγουν στρατόπεδα αλλά παραμένουν δυνατά κι αναλλοίωτα και για τους δύο.

Έτσι, τα παιδιά καλούνται να παλέψουν σαν γενναίοι στρατιώτες με μοναδικό όπλο τους την αγάπη, που όμως αν χρησιμοποιηθεί σωστά μπορεί να υπερνικήσει τα πάντα. Εκείνη μπορεί να λειτουργήσει σαν συνδετικός κρίκος μεταξύ όλων κι έχει την ικανότητα να ξεθωριάζει κι, εν τέλει, να εξαφανίζει κάθε αρνητικό συναίσθημα.

 

Συντάκτης: Χρύσα Κωστοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη