Λένε πως λίγο πριν το γάμο, οι μεγάλοι έρωτες επιστρέφουν στο μυαλό μας.  Ενδεχομένως να ζητούν μια δεύτερη ευκαιρία, ένα ηλιοβασίλεμα που ο ουρανός δεν τόλμησε να διεκδικήσει, κάποιον χορό που η μουσική άτσαλα και βιαστικά τερμάτισε.

Και –ποιος στα αλήθεια το ξέρει– μπορεί και να μας παρατηρούν από μια γωνιά του σαλονιού. Προβάρουμε νυφικά και γαμπριάτικα κοστούμια, τσεκάρουμε τις λίστες δώρων και τρέμουμε για ρωγμές στο κοινωνικό μας προφίλ σε περίπτωση που αμελήσουμε την αποστολή προσκλητηρίου στα κατάλληλα άτομα.

«Ο γάμος αποτελεί έναν συνεταιρισμό», μου είπε πρόσφατα ένας κύριος γύρω στα πενήντα. «Θα μεταφέρω στο λογαριασμό σου πέντε κιλά ασφάλειας κι άλλα τόσα ζεστού φαγητού. Σε αντάλλαγμα θα αξιώσω τις ευπρεπείς τραπεζικές αποταμιεύσεις και τα δυνατά σπερματοζωάρια».

Κι οι μοιραίες σχέσεις; «Δεν τις παντρευόμαστε εύκολα. Τουλάχιστον όχι χωρίς θυσίες», συνέχισε ο άγνωστος. «Ο έρωτας, βλέπεις, ισοδυναμεί με το ξεβόλεμα και ποιοι είμαστε εμείς που θα παρατήσουμε στην άκρη μηχανισμούς άμυνας κι οικογενειακές καταβολές για να περιπλανηθούμε στο άγνωστο και προκλητικό, σε ό,τι μας αποθεώνει και μας τρομοκρατεί ταυτόχρονα;».

Οι ιστορίες συνεχίζονται, λοιπόν. Και τα παραμύθια με ευτυχισμένο τέλος είναι εκείνα χωρίς πρίγκιπες, γοβάκια και Σταχτοπούτες. Δύο ορκισμένοι υπάλληλοι του γκρίζου δίνουν τα χέρια, υπογράφοντας τη συμφωνία της μείζονος αξιοπιστίας. Έπειτα πηγαίνουν κάπως πιο ήσυχοι για ύπνο. Αυτοί τουλάχιστον αποκαταστάθηκαν κι ανασαίνουν ανακουφισμένοι.

Μετά από σκληρές και καπάτσες διαπραγματεύσεις επετεύχθη το ιδανικό ισοζύγιο κρυφού κερατώματος, γκρίνιας κι αδιαφορίας. Επόμενο μέρος του ευφυούς σχεδίου, η αναπαραγωγή του είδους. Κι οι χαριτωμένοι απόγονοι θα γεννηθούν σε ένα περιβάλλον με έντιμες συμφωνίες κι ελάχιστη σπίθα. Θα καταλάβουν. Αναμφισβήτητα, θα καταλάβουν πως σε ετούτη τη ζωή την καρδιά χρειάζεται με κάθε κόστος να φιμώνουμε και με τις πένες του νου μονάχα να λουζόμαστε στο ρύζι.

Ο κόσμος, που λες, θα συνεχίσει να ασφυκτιά στα συμβόλαια μεταξύ κυρίων γιατί πολύ απλά μέχρι εκεί αντέχουν οι πατημασιές του. Μα οι μεγάλοι έρωτες λίγο πριν την αποφυγή του σκονισμένου ραφιού θα επιστρέφουν. Έτσι, για το πικάντικο της υπόθεσης και για την τιμωρία των δειλών πρωταγωνιστών. Την εκδίκησή τους θα γυρεύουν, τη ρίγη του κορμιού θα ξυπνούν, τα φιλιά που δε στέγνωσαν ακόμη θα υπενθυμίζουν και τα αρώματα που απ’ τη μύτη μας τραβούν θα σκορπούν στον περιφρουρημένο χώρο.

Θα μας κοιτούν στα μάτια αγγίζοντας την ψυχή μας, εκείνη που κάποτε ελεύθερη από όρους αντίκρισε το φως του σύμπαντος. Και θα μας ρωτούν. Θα μας ρωτούν αν νιώθουμε ευτυχισμένοι ή ευχαριστημένοι. Αν τις νύχτες κλεινόμαστε στην πιο ζεστή αγκαλιά, αν το σώμα μας απόλυτα κουμπώνει με το άλλο σώμα, αν σε θάλασσες ταξιδεύουμε συναρπαστικές ή στα ρηχά πλατσουρίζουμε. Σαν φαντάσματα του παρελθόντος, οι νοσταλγικές αγάπες τον κόσμο μας συθέμελα κουνούν και το οδυνηρό κόστος των λογικών επιλογών υποδεικνύουν με το εκτυφλωτικό τους χρώμα.

Να οδηγηθείς στα σκαλιά της εκκλησίας με τον μεγάλο σου έρωτα ή, τέλος πάντων, ν’ αποδράσετε παρέα σε τόπους μαγικούς, αγνοώντας βέρες και στέφανα. Τότε τα χτυπήματα της μνήμης την ιερότητα των τελετών θα πάψουν πια ν’ αμαυρώνουν. Αλλιώς υπνωτισμένοι από λίστες και μαξιλαράκια ασφαλείας θα διαιωνίζουμε στρατιές ανθρώπων που στον συνεταιρισμό «γάμος» ασφυκτιούν και τις ιστορίες αφύπνισης με αγνωμοσύνη πληγώνουν. Ό,τι μας εξελίσσει μας δυσκολεύει, απαιτεί να τρυπήσουμε τον προστατευτικό μας κλοιό, να θρυμματίσουμε το οικείο μας γυάλινο κλουβί.

Το τέλος του έργου μια απόφαση αιωνίως θα το κρίνει. Τα κλουβιά ασφαλείας ποτέ σου να μη φθονήσεις, όμως. Τίμημα βαρύ κρύβουν έστω κι αν σε τακτοποιημένες ζωούλες καταλήγουν.

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη