Δικαιολογία∙ ουσιαστικό, θηλυκό. Ο λόγος που επικαλούμαστε για να εξηγήσουμε μια πράξη ή παράλειψή μας ζητώντας ταυτόχρονα την κατανόηση και τη συγχώρεση των άλλων. Συνήθως, δηλαδή, είναι η υπεράσπιση του εαυτού μας.

Έχουμε ακούσει κι έχουμε πει άπειρες δικαιολογίες στη ζωή μας. Όλα ξεκίνησαν όταν μπομπιράκια ακόμα έπρεπε να δείξουμε στους γονείς μας πως δε φταίμε εμείς που το αδερφάκι μας χτύπησε τάχα τυχαία. Κι αργότερα, στο σχολείο, να εξηγήσουμε πως είχαμε καλεσμένους στο σπίτι, γι’ αυτό δεν καταφέραμε να διαβάσουμε ή, ακόμα χειρότερα, πως έφαγε ο σκύλος μας την εργασία μας. Πιο μετά, στη σχολή, έπρεπε να πείσουμε όλους, κυρίως τον εαυτό μας, ότι δε μας συμπαθεί ο καθηγητής, γι’ αυτό και μας κόβει, ενώ ξεκάθαρα αξίζαμε να περάσουμε. Αυτά τα λευκά ψέματα, οι κατά βάση αθώες δικαιολογίες μας, ανακουφίζουν κάπως τις καταστάσεις.

Είναι κι άλλες που επαναλαμβάνονται επίσης συχνά και πλέον τις ακούμε βερεσέ, αφού φωνάζουν από μακριά πως είναι ψέματα και πως προσπαθούν, ανεπιτυχώς, να καλύψουν την απουσία ενδιαφέροντος. Ακόμα κι όταν εμείς οι ίδιοι τις χρησιμοποιούμε –ένοχοι και του λόγου μας– ξέρουμε ότι δε μας πιστεύει κανείς.

Για παράδειγμα, την αργοπορία μας και την ασυνέπειά μας δεν τις εξηγούμε ποτέ με ειλικρίνεια, παραδεχόμενοι την αστοχία μας και τον κακό προγραμματισμό μας, αλλά τις συνοδεύουμε με εκφράσεις του τύπου «άργησε το λεωφορείο», «δε χτύπησε το ξυπνητήρι» ή «δεν έβρισκα να παρκάρω». Οκ, μπορεί να συμβεί όντως κάτι απ’ αυτά. Μία, δύο, πέντε φορές αλλά κάπου φτάνει!

Το λεωφορείο έρχεται κάθε δέκα με είκοσι (το πολύ) λεπτά, γεγονός που από μόνο του δεν αιτιολογεί τη μισάωρη καθυστέρησή μας, αλλά, εντάξει, ακούγεται καλύτερο απ’ το «βαριόμουν να σηκωθώ από τον καναπέ για να ξεκινήσω»∙ δίκαιο. Αν το ξυπνητήρι είναι μονίμως χαλασμένο, ας το αλλάξουμε το ρημάδι. Όσο για τη δικαιολογία του πάρκινγκ μας ξελασπώνει πάντα, κι ας την έχουμε κάνει καραμέλα, μιας και κανείς δε θα μας πει «ας το άφηνες στο δρόμο». Και τι πειράζει, μωρέ, που εμείς δεν είχαμε καν ξεκινήσει όταν το ‘παμε; Αφού θα μπορούσε να συμβεί.

Στην κορυφή της λίστας, τώρα, με τους δέκα τρόπους για να αποφύγεις ένα ραντεβού πρέπει να βρίσκεται η έκφραση: «Έχω πολλή δουλειά αυτήν την περίοδο, δεν προλαβαίνω με τίποτα, θα σε πάρω εγώ». Όχι, όχι και πάλι όχι. Κανείς δεν (θα έπρεπε να) το πιστεύει. Όταν θέλεις να βρεις χρόνο για κάποιον, τον βρίσκεις. Γιατί πολύ απλά η επιθυμία είναι η μεγαλύτερη δύναμη. Κι ας είναι για μισή ώρα κάτω απ’ το σπίτι σου, ας είναι για έναν καφέ στο χέρι ή στο διάλειμμα για φαγητό. Κανείς, βέβαια, δε θα σου πει «κοιμήσου μία ώρα λιγότερη για να με δεις», απλώς θα πάρει το μήνυμα της απόρριψης αλλά και της δειλίας σου να την εκφράσεις ξεκάθαρα.

Είναι, λοιπόν, αυτές οι καθημερινές κι αθόρυβες δικαιολογίες, που κάποτε συνηθίζονται και παύουν να ενοχλούν κι άλλοτε μας ανοίγουν τα μάτια, ξεκαθαρίζοντας ποιος ενδιαφέρεται και ποιος όχι. Είναι, όμως, κι ορισμένες ακόμα πιο ύπουλες, οριακά επικίνδυνες. Οι εκφράσεις εκείνες που χρησιμοποιείς (χωρίς να εννοείς) κι επηρεάζουν και τη ζωή κάποιου άλλου πέρα απ’ τη δική σου.

Πας, λοιπόν, να ξεκινήσεις κάτι όμορφο με έναν άνθρωπο κι έρχεται και σου πετάει την ατάκα «Δεν είμαι σε φάση για σχέση, δεν έχει να κάνει με σένα». Μάλιστα, δυσκολοχώνευτο αλλά τουλάχιστον ξεκάθαρο, ας το παραδεχτούμε. Ή μήπως όχι; Είναι όντως ειλικρινές; Γιατί ελάχιστο καιρό μετά κάνει σχέση και μένεις να αναρωτιέσαι πόσο γρήγορα αλλάζουν οι φάσεις. Η αλήθεια, τελικά, είναι ότι δεν ήθελε σχέση μαζί σου κι όχι γενικά, ότι δεν του το έβγαζες εσύ, πως κάτι δεν του ταίριαζε, αλλά λίγοι είναι αυτοί που όντως θα το παραδεχτούν.

Μέσα στη σχέση τώρα, ίσως και λίγο προς το τέλος, μπορεί να ειπωθεί ένα «σ’ αγαπάω αλλά…» για να ανακουφίσει αυτό που θα ακολουθήσει και σίγουρα δε θα μας αρέσει. Το ξέρουμε όλοι, όμως, πως ό,τι ακολουθεί μετά το «αλλά» ακυρώνει όλα τα προηγούμενα. Ποτέ δε θυμόμαστε ή συγκρατούμε τα πριν. Μπορεί να συνοδεύεται απ’ τα εξής «…αλλά θέλω να μείνω λίγο μόνος, να σκεφτώ/αλλά δεν αντέχεται η απόσταση/αλλά δε θα σε δεχτούν οι γονείς μου (κι όμως)/αλλά είναι αυτή η διαφορά ηλικίας». Γενικά, μπορεί να συνοδεύεται από πολλές ανούσιες προφάσεις που επιχειρούν να σου απαλύνουν τον πόνο ενός αληθινού «δεν ενδιαφέρομαι/δε θέλω να το προσπαθήσω/δεν αισθάνομαι κάτι για σένα -πια».

Αλησμόνητη, επίσης, δικαιολογία το κλασικό πλέον «δε φταις εσύ αλλά εγώ». Τι να απαντήσουμε τώρα σ’ αυτό; Ότι η ευθύνη είναι πάντα μοιρασμένη, κι ότι οι αυτοθυσίες δε χρυσώνουν το χάπι της φυγής; Αφού έχεις πάρει ήδη την απόφασή σου. Για να πάμε στη βασίλισσα των δικαιολογιών: «Δεν είναι αυτό που νομίζεις». Ξέρουμε πως όντως δεν είναι αυτό που νομίζουμε αλλά κάτι πολύ χειρότερο. Όπως ξέρει και το αφεντικό σου πως όταν ξαφνικά αρρωσταίνεις, απλά δεν έχεις καθόλου όρεξη να δουλέψεις εκείνη τη μέρα.

Όσο κι αν θέλουμε να ‘μαστε ειλικρινείς, πάντα θα προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας, να στρογγυλέψουμε κάπως τις αιχμηρές αλήθειες μας. Συνήθως για να μην πληγώσουμε άλλους, μα άλλοτε απλώς για να μη φορέσουμε το κουστούμι του θύτη, κι ας μας ταιριάζει γάντι. Έτσι επιλέγουμε να θυματοποιούμε τον εαυτό μας ή απλά να ξεφορτωνόμαστε την ευθύνη οπουδήποτε αλλού.

 

Συντάκτης: Ζωή Χατζησαλάτα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη