Είναι κάποιοι άνθρωποι που τα πηγαίνουν καλύτερα στα γραπτά και κάποιοι άλλοι (μάλλον η μειοψηφία) που λειτουργούν πιο εντυπωσιακά στα προφορικά. Λίγοι είναι εκείνοι που έχουν την άνεση του λόγου και δεν τους καταβάλει η ντροπή όταν θέλουν να μιλήσουν τετ α τετ με κάποιον, συγκεκριμένα με κάποιον που τους ενδιαφέρει ερωτικά -μεγάλο προτέρημα αυτό.

Ο γραπτός λόγος, πάλι, είναι πιο ασφαλής. Δεν έχει αμήχανες παύσεις κι άβολες σιωπές. Μπορείς να πεις πιο εύκολα πώς νιώθεις, κρυμμένος και προστατευμένος πίσω από ένα πληκτρολόγιο. Μπορείς να πετάς σπόντες χωρίς να καταλαβαίνει ο άλλος απαραίτητα πώς εννοείς το καθετί. Δεν είναι πάντα ξεκάθαρο το ύφος μας, πόσο μάλλον το αν ειρωνευόμαστε ή αν προσδοκούμε κάτι. Απ’ τη μία είναι παρεξηγήσιμο συχνά, αλλά απ’ την άλλη δεν μπορεί κανείς να θυμώσει πραγματικά, γιατί δικαιολογείσαι λέγοντας ότι εννοούσες κάτι άλλο ή ότι το ύφος σου δεν ήταν έτσι όπως φάνηκε.

Σπάνια ξαναδιαβάζουμε μηνύματα που μας στενοχωρούν ή που μας θυμώνουν. Το κάνουμε μόνο όταν θέλουμε να πεισμώσουμε τον εαυτό μας, να θυμηθούμε πώς νιώσαμε τότε και να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε τον συγκεκριμένο αποστολέα. Το μυαλό έχει την τάση και την ικανότητα να επιστρέφει στις ευχάριστες στιγμές, να ξεχνάει τα δύσκολα, να θάβει τα άσχημα και τα απογοητευτικά. Πώς αλλιώς θα προχωρούσαμε;

Μιλάς με κάποιον όλη μέρα, συνήθως με κάποιον που φλερτάρετε. Και κάθε φορά η ίδια ιστορία. Κάθεσαι το βράδυ πριν κοιμηθείς και διαβάζεις ξανά ό,τι στείλατε. Κι ας είναι κείμενα ολόκληρα, δε σε πειράζει. Τις νύχτες ειδικά, που είναι οι πιο δύσκολες ώρες, ο οργανισμός χαλαρώνει κι εμείς ταξιδεύουμε σαν να βγαίνουμε για λίγο απ’ το παρόν μας. Ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά. Εκεί που ξαπλώνεις σε ένα άδειο κρεβάτι, παίρνεις το κινητό στο χέρι σου κι οδηγείσαι αυτόματα σε εκείνο το όνομα που δε σου έχει στείλει ακόμα καληνύχτα. Όλα βέβαια μόνο στην περίπτωση που δε σας βρίσκει το ξημέρωμα να ανταλλάζετε μηνύματα.

Κάθεσαι, διαβάζεις και χαμογελάς. Ζεις ξανά μία-μία τις στιγμές και τις εκφράσεις σου την ώρα που τα στέλνατε.  Όταν έπινες καφέ και σου πέταξε ένα υπονοούμενο και χαμογέλασες κρυφά. Όταν χάζευες ένα άρθρο και σου έστειλε ένα μήνυμα που ανέλυες μία ώρα για να απαντήσεις. Τα γραπτά μένουν, άλλωστε. Γι’ αυτό μπορείς ανά πάσα στιγμή να επιστρέψεις και να τα ξαναδιαβάσεις.

Μπαίνουμε στο τριπάκι, λοιπόν, να ζούμε μέσα από στιγμές του παρελθόντος. Διαβάζουμε ξανά και ξανά τα ίδια και ψάχνουμε να βρούμε τι κρύβεται πίσω απ’ τις λέξεις. Αναρωτιόμαστε μήπως ήθελε ο άλλος να πει κάτι διαφορετικό, αν κατάλαβε αυτό που είπαμε ή γιατί δε βρήκαμε κάτι πιο έξυπνο να απαντήσουμε.

Κοιτάμε τα μηνύματα που ανταλλάξαμε μέσα στη μέρα, παρατηρούμε πόσο πιο γρήγορα απαντάει το μεσημέρι που έχει γυρίσει απ’ τη δουλειά και προσπαθούμε να καταλάβουμε το πρόγραμμά του, αν δεν έχουμε ακόμα την άνεση να ρωτήσουμε. Μπορούμε να δούμε και το πόσο ενδιαφέρεται αν κρατάει επικοινωνία όλη μέρα ή μας θυμάται, για παράδειγμα, μόνο το βράδυ. Μετράει, ξέρεις, να σ’ έχει κάποιος στο μυαλό του μέσα στη μέρα του, ανάμεσα στις δουλειές του. Εκεί φαίνεται το πραγματικό ενδιαφέρον. Τα βράδια είμαστε όλοι πιο επιρρεπείς, μερικές φορές απλώς για να σπάσει η μοναξιά μας και να περάσει η ώρα.

Έχει και το χτυποκάρδι της η όλη φάση, καθώς παραμονεύει ο κίνδυνος να κάνεις καμιά γκάφα. Απ’ τις πιο άβολες καταστάσεις που μπορεί να σου συμβούν την ώρα που διαβάζεις παλιές συνομιλίες είναι να πατήσεις αντίδραση πάνω σε κάποιο μήνυμα ή ακόμα να πατήσεις εκείνο το εκνευριστικό μπλε χεράκι του like στο chat. Να ανοίξει η γη να σε καταπιεί, ξεκάθαρα. Ο υπολογιστής είναι συνήθως πιο ασφαλή επιλογή σ’ αυτές τις περιπτώσεις.

Αναπολούμε, αναθεωρούμε, χαμογελάμε ή προβληματιζόμαστε. Κοιτάζοντας πίσω, όμως, δεν κερδίζουμε κάτι. Το παρόν και το μετά έχουν μόνο σημασία. Ό,τι γράφτηκε γράφτηκε και καλώς ή κακώς δεν αλλάζει. Ξαναδιαβάζοντας τα παλιά μας μηνύματα τίποτα δεν μπορεί να καταλήξει αλλιώς. Έρχεται μόνο λίγη νοσταλγία όταν συνειδητοποιούμε πόσο μας λείπει κάποιος.

Αν επιστρέφουμε σε μηνύματα λέγοντας «όχι, δε με νοιάζει, απλά κάτι ήθελα να δω», κοροϊδεύουμε κυρίως τον ίδιο μας τον εαυτό. Κοιτάμε παλιότερα μηνύματα μόνο από κάποιον που μας ενδιαφέρει ακόμα -και μάλιστα αρκετά. Αντί γι’ αυτό, όμως, θα ήταν πολύ καλύτερα να σηκώσουμε το τηλέφωνο και να μιλήσουμε μαζί του.

Αν νιώθουμε πως έχουμε ακόμα κάτι να πούμε, τότε αυτή είναι η καλύτερη κίνηση. Αν πάλι δεν έχει μείνει τίποτα να πούμε, δε χρειάζεται καν να μπαίνουμε στη διαδικασία να χαζεύουμε τι λέγαμε. Τζάμπα βασανίζουμε τους εαυτούς μας!

 

Συντάκτης: Ζωή Χατζησαλάτα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη