Όλοι ξέρουμε ή μπορούμε να φανταστούμε ότι οι ερωτικές επαφές μέσα στo πλαίσιo μιας μακροχρόνιας σχέσης, με το πέρασμα του χρόνου σταδιακά μειώνονται. Αυτό όμως που λίγοι φαίνεται να γνωρίζουν, είναι ότι οι σχέσεις χωρίς καθόλου ή με ελάχιστο σεξ είναι στις μέρες μας μια πολύ διαδεδομένη πραγματικότητα, που συνεχώς κάνει την εμφάνιση της σε όλο και περισσότερα ζευγάρια.

Φράσεις όπως «τον αγαπάω αλλά δεν τον θέλω πια ερωτικά», «έχουμε γίνει σαν αδέρφια», «πιάνω το πόδι της και είναι σαν να πιάνω το δικό μου» δίνουν και παίρνουν σε συζητήσεις μεταξύ φίλων υπονοώντας ότι όσον αφορά το σεξ κάτι δεν πάει καλά. Και σίγουρα όταν ένα ζευγάρι την έχει πάρει «φιλικά» την υπόθεση, τότε κάπου έχουν αρχίσει να χαλάνε τα πράγματα.

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πώς σε μια κοινωνία που πλέον μιλάει τόσο ανοιχτά για το σεξ, είναι τόσο δύσκολο κάποιος να μιλήσει για την έλλειψή του. Εκείνο που ακόμα και στις πιο στενές φιλικές σχέσεις μονάχα υπονοείται ή ακούγεται με μισόλογα, είναι αυτό που ακούμε όλο και πιο συχνά, όλο και πιο ξεκάθαρα: Είναι πολλά τα ζευγάρια που διατηρούνται ενωμένα χωρίς να έχουν ερωτικές σχέσεις!

Κι η αλήθεια είναι πως μια σχέση για να θεωρείται επιτυχημένη, θα πρέπει να κάνει και μια συχνή «στάση» στο κρεβάτι, εκεί όπου δείχνουμε τον πραγματικό μας εαυτό. Είναι το νούμερο ένα στοιχείο που μας βοηθάει να καταλάβουμε αν όντως δένουμε ή ταιριάζουμε με το ταίρι μας.

Αρκετοί παραδέχονται ανοιχτά πως η σχέση τους αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα και πως είναι έτοιμοι να χωρίσουν. Ωστόσο, για διάφορους λόγους επιλέγουν συνειδητά να συνεχίσουν να ακολουθούν μια κοινή πορεία, με οποιοδήποτε κόστος κι αν συνεπάγεται αυτό.

Από την άλλη, αρκετοί εκτονώνονται με παράπλευρες σχέσεις ή one night stand, αλλά δε χωρίζουν, γιατί μέσω της δέσμευσης διατηρούν πράγματα που θεωρούν πολύ σημαντικά. Το «μαζί», ως γνωστόν, είναι πολύ σημαντικό, αλλά μήπως το «πολύ μαζί σκοτώνει» τελικά;

Το να επιλέγουμε να βλέπουμε το πρόβλημα εκτός του πλαισίου της υπόλοιπης σχέσης μας οδηγεί σε γενικεύσεις και στερεότυπες αντιλήψεις όπως παράδειγμα ότι «μετά τα δύο χρόνια το πάθος χάνεται», «όλοι βαριούνται το σεξ με το ίδιο άτομο». Οι γενικεύσεις και οι δικαιολογίες είναι το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε μιας κι όχι μόνο μας οδηγούν σε αδιέξοδο αλλά παράλληλα χρησιμεύουν σαν παραπέτασμα πίσω από το οποίο κρύβονται οι πραγματικές δυσκολίες μας.

Συχνά, προσπαθούμε να ξεφύγουμε από αυτή την «αδελφική» κατάσταση και χωρίς να κοιτάμε ποιες είναι οι ουσιαστικές ρίζες του προβλήματος αυτού. Και το μόνο σίγουρο είναι πως τις περισσότερες φορές κάνουμε χειρότερα τα πράγματα, τόσο για τον ίδιο μας τον εαυτό, όσο και για τον άνθρωπο που έχουμε απέναντι μας.

Αρκούμαστε στο να δίνουμε στον εαυτό μας τη στερεότυπη απάντηση ότι έχει περάσει ο καιρός και επήλθε κορεσμός και βαρεμάρα. Σπαταλάμε χρόνο σε άλλου είδους σχέσεις προσπαθώντας να απομακρυνθούμε από το πρόβλημα και την κατάσταση που μας «πνίγει».

Ωστόσο, επίσης, έχετε υπόψη σας ότι η ρουτίνα κι η ανία δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν την έλλειψη σεξ. Στην πραγματικότητα η ανία είναι συχνά ένα ασφαλές προσωπείο πίσω από το οποίο κρύβονται απογοητεύσεις και θυμοί.

Σίγουρα, η έλλειψη σεξ αποτελεί ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα σε μία σχέση, αλλά αν θέλετε να το αντιμετωπίσετε καλό είναι να εστιάζετε στα συναισθήματα σας και να μην αποπροσανατολίζεστε.  Να βλέπετε το πρόβλημα μέσα στα μάτια και να μην αφήνετε να σας ξεφεύγει καθημερινά.

Μη χάνετε το χρόνο σας. Ανοίξτε τα κανάλια της επικοινωνίας, πείτε στο σύντροφό σας πώς νιώθετε για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί χωρίς να τον κατηγορήσετε για αυτό που συμβαίνει. Εστιάστε στις υπόλοιπες διαστάσεις της σχέσης σας.

Μοιραστείτε τους προβληματισμούς και τις σκέψεις σας. Προσπαθήστε να πλησιάστε ο ένας τον άλλον ψυχικά και να κατανοήσετε ο ένας τον άλλον.

Να θυμάστε ότι η σεξουαλική αποστασιοποίηση είναι αποτέλεσμα της ψυχικής απόστασης που έχει δημιουργηθεί με το σύντροφό σας κι όχι το αντίστροφο! Κι όσο μεγαλύτερες διαστάσεις παίρνει αυτή η κατάσταση, τόσο πιο δύσκολα γίνονται τα πράγματα και πολλές φορές καταλήγουν εκεί που δε θέλουμε. 

‘Η μήπως θέλουμε;

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Δρόσος