Καμία σχέση δεν είναι βγαλμένη από ιστορίες φαντασίας, με πρίγκιπες που καβαλούν λευκά άλογα, νεράιδες που ζουν σε μαγεμένα δάση και λαβώνουν τις ερωτευμένες ψυχές. Κάποτε οι άνθρωποι σχεδίαζαν στο μυαλό τους τα πιο απίθανα παραμύθια, θέλοντας οι ίδιοι να αισθανθούν ένα κομμάτι τους πιστεύοντας πως έστω και λίγο όλες αυτές οι αλληγορικές σκέψεις θα βγουν τελικά αληθινές. Και τα σχεδίαζαν ακριβώς γιατί είχαν κατά νου μια αγάπη που έζησαν. Ένα τέλος που θα ήθελαν να αλλάξουν σ’ έναν ευτυχισμένο επίλογο. Λίγο ο πόνος, οι προσδοκίες, ίσως κάποια απώλεια, ακόμα κι ανεκπλήρωτα όνειρα γινόντουσαν αφορμές για τις πιο δημιουργικές τους αγρυπνίες. Πρωινά που τους έβρισκαν αποκοιμισμένους πλάι σε ένα μισό σβησμένο κερί και μια αράδα χαρτιά γεμάτα σκέψεις.

Οι ζωές τους κυλούσαν με ρεαλισμό. Φυλούσαν τις πιο κρυφές τους ανησυχίες για τις περιπέτειες των δημιουργημάτων τους. Περπατούσαν ανάμεσα στις ζωές των περαστικών, χάζευαν τα βλέμματα των ερωτευμένων που κάθονταν ο ένας πλάι στον άλλον, απολάμβαναν τη μυρωδιά του βρεγμένου από τη βροχή χώματος, ένιωθαν το αεράκι να τους διαπερνά το σώμα. Εκτιμούσαν κάθε πινελιά της φύσης. Τα πάντα γύρω είχαν κάτι να τους δώσουν. Μπορούσαν να νιώσουν και το παραμικρό συναίσθημα που βγάζει ακόμα κι ένας κουλουριασμένος σκύλος στη γωνιά ενός στενού. Για εκείνους η ζωή δεν κυλούσε απλώς μέσα από τα μάτια τους. Εκείνοι άφηναν να τους διαπεράσει κάθε μικρό ή μεγάλο συναίσθημα αφού πρώτα άγγιζε τις πιο λεπτές γραμμές τους.

Έκαναν όμως και τα πιο μοιραία λάθη. Ίσως η ζωή να τους έφερνε ανθρώπους που κατάφερναν να δουν μόνο ως ρόλους. Απαιτούσαν έναν τέλειο καμβά με στρωτές αποχρώσεις, χρώματα ικανά να μπορούν να αλλάξουν απόχρωση κι από έντονα να γίνουν άτονα, θαμπά. Υπερεκτιμούσαν τις δυνατότητές τους, επέμεναν να τους αλλάξουν, να τους φέρουν κομμένους και ραμμένους στα μέτρα των ιστοριών που έγραφαν. Εκείνων που φαντάζονταν. Οι σχέσεις όμως φέρνουν και πόνο. Σε απογειώνουν εκστασιάζεσαι απ’ αυτές, ξεχειλώνουν τα όριά σου μα έχουν κι απρόβλεπτες στιγμές. Τα ζευγάρια δεν είναι κουρδισμένα κουκλάκια που χορεύουν σε έναν ρυθμό ασταμάτητα κι ακούραστα. Οι άνθρωποι αλλάζουν κι αλλάζουν κι εσένα. Ακόμα κι απίθανο να ‘ναι, πάντα το καταφέρνουν.

Αρκεί την αλλαγή αυτή να την δεχθείς. Φτάνει να καταλάβεις πως πρέπει να εξελιχθείς αν θέλεις να συνεχίσεις να είσαι μέρος μιας ιστορίας που διαδραματίζονται μάχες τη στιγμή που έρχεται η ειρήνη και πάλι απ’ την αρχή. Εκεί που νομίζεις πως όλα τελειώνουν, εκεί ξεκινάει ξανά ένα ταξίδι πιο φωτεινό, αλλιώτικο, φτιαγμένο όμως για σένα. Έρχεται για να βελτιώσει κάθε εκδοχή του εαυτού σου. Να σπάσει τα καλούπια σου και τους κανόνες που τόσο υπομονετικά έστησες μέχρι να γκρεμιστούν κι αυτοί. Έτσι είναι οι άνθρωποι, απρόβλεπτοι. Μια ιστορία από μόνοι τους. Σελίδες που γεμίζουν από την πρώτη μέρα της ζωής τους. Γεμίζουν κεφάλαια, αφήνουν κενά, συνεχίζουν στην επόμενη σειρά, αλλάζουν παράγραφο, δε σταματούν όμως να είναι μέρος ενός βιβλίου που μπορείς να διαχειριστείς όπως θες τις επόμενες σελίδες του, όχι όμως και το παρελθόν τους.

Κι εκείνοι οι αφελείς έκαναν λάθη. Όχι μόνο γιατί πίστεψαν πως θα βρουν έναν έρωτα όπως στα παραμύθια αλλά γιατί φρόντισαν να κρατήσουν την αγκαλιά της φαντασίας τους ζεστή, και της πραγματικότητάς τους παγωμένη, σβήνοντας παρουσίες κι αγνοώντας ολόκληρους προλόγους από ιστορίες ανθρώπων να περάσουν εντελώς απαρατήρητες. Όλα αυτά γιατί είχαν τόσο μεγάλη ανάγκη να πιστέψουν σε φανταστικούς κόσμους, μην τυχόν και η πραγματικότητα τούς καταρρίψει ολόκληρη την κοσμοθεωρία. Κι εκείνοι διχασμένοι καθώς ένιωθαν, κλείστηκαν στους εαυτούς τους προσποιούμενοι τους ευτυχισμένους αγνοώντας τα σφάλματά τους. Γιατί αν παραδεχόντουσαν ότι μπορούσαν να προσπαθήσουν να δεχθούν κάτι λιγότερο καλό από αυτό που περίμεναν, θα δεχόντουσαν ταυτόχρονα να ξεκινήσουν να γράφουν ιστορίες με διαφορετικό περιεχόμενο. Θα άρχιζαν να αναφέρονται, σε όχι και τόσο ευτυχισμένα τέλη, ρισκάροντας πως θα απογοητεύσουν τους αναγνώστες μα περισσότερο τον ίδιο τους τον εαυτό.

Ζώντας από δω και στο εξής σε μια ζωή χωρίς εραστές άτρωτους κι αλαβάστρινα πρόσωπα μα παλεύοντας και νικώντας τους δράκους και τους φόβους της δικής τους συνείδησης. Ελεύθεροι πια να χαίρονται τον ήλιο κι ας καίει, τη θάλασσα κι ας μην είναι πάντα ήρεμη. Θα ζουν για ένα πραγματικό αύριο χωρίς αναμενόμενες εξελίξεις. Θα νιώθουν όμως και περισσότερο. Θα εκτιμούν τη στιγμή με δεδομένα την απώλεια, την ανατροπή, τον κόσμο που ολοένα θα αλλάζει και τον έρωτα. Αυτόν που η θέση του θα είναι πάντα κάπου ανάμεσα στις πιο φανταστικές και ρεαλιστικές του σκέψεις. Εκεί που θα μπορεί άφοβα να ταξιδέψει μα σαν μονάχα σαν επισκέπτης. Και μετά να επιστρέψει ξανά πατώντας γερά στα πόδια του.

 

Συντάκτης: Μαίρη Νταουξή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου