

Στα μάτια της δεν ξημερώνει.
Σκοτάδι ρέει στις βλεφαρίδες,
καίει αργά σαν όνειρο
που δεν ξέρει αν είναι φωτιά ή χάδι.
Με κοιτάζει –
και η νύχτα χαμηλώνει το φως της.
Η ανάσα της, ψίθυρος που λιώνει,
με σέρνει σε τόπους
όπου οι σκιές μιλούν.
Αγγίζω το βλέμμα της –
είναι νωπό από σιωπή,
από μια υπόσχεση
που δε δόθηκε ποτέ
μα καίει σαν αμαρτία.
Δεν ξέρω αν χάνομαι ή αν βρίσκομαι,
αν ξημερώνω ή αν σβήνω μέσα της.
Μόνο πως η νύχτα έχει το χρώμα των ματιών της.
Και δε θέλω να ξημερώσει.