Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε ότι είναι διγαμία ν΄ αγαπάς και να ονειρεύεσαι. Δηλαδή, ότι όνειρα κι αγάπη δεν πάνε μαζί. Ότι όταν αγαπάς θυσιάζεις τα όνειρά σου γιατί η αγάπη σε απομυζεί, σε εξουσιάζει και σε καταπίνει σε μια φυγόκεντρη στροφοδίνη. Γιατί όταν αγαπάμε, τα όνειρα τ’ απωθούμε, τα στριμώχνουμε και τα ξεχνάμε στις ανήλιαγες στοές του μυαλού μας. Τα βάζουμε στις σκονισμένες γωνίες του υποσυνείδητού μας, καταδικάζοντάς τα σε λήθαργο, επειδή η ένταση της αγάπης είναι εθιστική και κυριαρχική. Δε μας αφήνει να σκεφτούμε τίποτα άλλο, πέρα από τη διεκδίκηση και την απόκτησή της.

Η αγάπη, αυτό το συναίσθημα, που όταν κατακλύζει την ύπαρξή μας, μας εξουσιάζει ολοκληρωτικά κάθε στιγμή, κάθε λεπτό. Μας καθορίζει, μας μετουσιώνει, μας μεταλλάσσει, αναγκάζοντάς μας να πατήσουμε πάνω στα βήματα της εσωτερικής αυτοβελτίωσης και της συναισθηματικής ευρωστίας. Γιατί είναι η συνέπεια μιας αμφίδρομης διάδρασης, ανάμεσα στις ετερόκλητες ανθρώπινες προσωπικότητες. Είναι μέθεξη σε μια ιερή μυσταγωγία των αισθήσεων και των αυθεντικών συναισθημάτων, από την οποία βγαίνουμε πάντα αναγεννημένοι. Γιατί μέσα από αυτήν, έχουμε τη δυνατότητα να κοινωνήσουμε τους ανθρώπους γύρω μας. Να τους νιώσουμε και ν’ αφήσουμε τις ψυχικές και τις νοητικές μας δονήσεις να συντονιστούν αρμονικά με εκείνες των ανθρώπων που αγαπούμε.

Γιατί, η αναγκαιότητα της ύπαρξης της αγάπης, σέρνεται εκεί στα μύχια μας, καταχωνιασμένη, υποβόσκουσα, απαιτητική, ανήκεστη κι έτοιμη να μας παρασύρει σε μυστικές, δύσβατες ατραπούς, που αν καταφέρουμε να τις διαβούμε αλώβητοι, θα αποζημιωθούμε από το τοπίο που θ’ αντικρίσουμε στο τέλος της διαδρομής. Κι έρχεται εκείνη η στιγμή, που αναλογιζόμαστε τι αντίτιμο καταβάλλουμε στον εισπράκτορα της ζωής μας, για όλη αυτή την ευδαιμονία και την πληρότητα που μας χαρίζει η αγάπη. Τι θυσιάζουμε για την απόκτησή της; Τι ανταλλάσσουμε στις δοσοληψίες μας με τους αργυραμοιβούς της ιστορίας μας; Χρόνο, ανθρώπους που δεν επιτρέψαμε να διαβούν τις σκέψεις μας, επιλογές που εκούσια αφήσαμε να καλυφθούν από τη σκόνη της εγκατάλειψης, αποφάσεις που έμειναν αναποφάσιστες;

Ή μήπως όνειρα; Παραμελημένα, ρακένδυτα όνειρα, που τα ενεχυριάσαμε και δεν καταφέραμε να τα εξαργυρώσουμε ποτέ ξανά. Όνειρα, που σπρώξαμε με δύναμη για να χωρέσουν στο μπαούλο της αγάπης, καταδικάζοντάς τα να μείνουν κλειδωμένα για χάρη της. Θυσιάζοντάς τα, προκειμένου να την εξιλεώσουμε για όσα ανταλλάγματα μας έδινε εκείνη.

Μα τελικά όσο κι αν προσπαθήσαμε, εκείνα τα όνειρα δεν έφυγαν ποτέ από μέσα μας. Μείνανε εκεί να κατοικούν στις σκέψεις μας έντονα, με ζωντανά χρώματα, λεηλατώντας την αυτοεκτίμησή μας, επειδή δεν καταφέραμε να τα μεταφέρουμε από τη νόηση στη πραγματικότητα. Ζητούσαν πάντα τα λιγότερα από εμάς. Έμεναν στο περιθώριο του παρασκηνίου της ζωής μας, σαν ασήμαντοι κομπάρσοι, κάνοντας πάντα ένα αργό βήμα προς τα πίσω, προκειμένου να υποκλιθούν με σεβασμό στον πρωταγωνιστή της σκηνής. Τον κυρίαρχο έρωτα.

Κι αν εμείς επιλέξουμε να μείνουμε πιστοί σ’ αυτή τη διγαμία; Δηλαδή ν’ αφήσουμε την αγάπη να παραμείνει κυρίαρχη στη ζωή μας, αλλά να την απατάμε εξακολουθητικά με τα όνειρα; Κρυφά, μυστικά, χωρίς να μας καταλαβαίνει κανείς. Ν΄ αφήνουμε τις νύχτες τα όνειρα να ξεχύνονται μέσα μας, να μας αγγίζουν, να μας ψιθυρίζουν μυστικά, σαγηνευτικά ερωτόλογα και να μας αποπλανούν. Να χαρίζουμε στον εαυτό μας μικρές στιγμές ευτυχίας, που αναδεύονται ή σαλεύουν ακοίμητες κι αψίκορες κάθε βράδυ, κάτω από τα βλέφαρά μας. Να πιστέψουμε, ότι το αύριο θα μας φέρει τα όνειρα σε απόσταση αναπνοής από την αγκαλιά μας.

Γιατί κακά τα ψέματα, η ζωή χωρίς όνειρα δεν έχει κοντινούς ή μακρινούς στόχους για να κυνηγήσεις. Κι αυτό το κυνήγι είναι που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας. Είναι το στοίχημα που θέσαμε με τον εαυτό μας, τότε που ήμασταν παιδιά. Τότε, που ψιθυρίζαμε ευχές στα πεφταστέρια, κάτω από τους έναστρους, μπλε ουρανούς μας. Να δαμάσουμε τη ζωή μας, να φλερτάρουμε με ό, τι εμείς θεωρούμε ευτυχία, να διαφεντέψουμε τους φόβους μας για να παραμείνουν στη λήθη του ασυνείδητού μας και να προχωρήσουμε με βήματα σταθερά μέσα στο χρόνο, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα μας.

Κι αν δεν τα καταφέραμε όλα αυτά ακόμη, τότε ναι, συνεχίζουμε να τα ονειρευόμαστε. Ως το άπειρο! Γιατί τα όνειρα δεν πρέπει να έχουν τέλος.

 

Συντάκτης: Όλγα Αρβανιτά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου