Πάλι ξύπνησες σήμερα απ’ το μουδιασμένο όνειρο που δε σ’ άφησε να ηρεμήσεις. Αυτές τις λίγες ώρες μεταξύ δειλινού και πρώτων ακτίνων ηλίου καρτερείς όλη την ημέρα για να ξεχάσεις και να ξεχαστείς, για να διώξεις μακριά τις σειρήνες που βουίζουν στο μυαλό σου, για να μη μετανιώσεις πάλι για πράγματα που δεν έκανες. Κι εκεί είναι που το υποσυνείδητο χαλαρώνει, ξυπνάει κι αρχίζει να ρίχνει τα βέλη του. Σκέψεις, σκιές, παραισθήσεις αναζωπυρώνονται, έρχονται να συγκρουστούν κι η έκβαση της μάχης θα βρει εσένα ξύπνιο, ιδρωμένο, με μια υγρασία γύρω απ’ τα μάτια.

«Ένιωσε άραγε ποτέ;»∙ ερώτημα με το οποίο ταλανίζεσαι τον τελευταίο χρόνο κι έχεις πια κουράσει γνωστούς και φίλους με το ίδιο τροπάριο. Μα δε γίνεται να ήταν όλα στο μυαλό σου. Το ένιωσες, το είδες, το άκουσες, το γεύτηκες, το μυρίστηκες. Δε γίνεται όλες σου οι αισθήσεις να έπεσαν έξω.

Το ένιωσες σε εκείνη την πρώτη σας γνωριμία, με τους δυο σας να ψελλίζετε τα ονόματά σας και τον κόμπο να κατεβαίνει απ’ το λαιμό στο στομάχι. Το είδες σε εκείνα τα βλέμματα που σου έριχνε, τα κρυφά και συνάμα δειλά, όταν σε έβλεπε να μπαίνεις στο χώρο του κι άλλαζε όψη. Το άκουσες σε εκείνο το τραγούδι που έπαιζε ένα βράδυ με την παρέα, καθώς σου έριξε κλεφτή ματιά παίζοντας την τελευταία νότα. Το γεύτηκες σε εκείνη την μπίρα που είχατε πιει, με την αμηχανία στο κόκκινο και τις λέξεις να ξεπετιούνται διστακτικά. Το μυρίστηκες ακόμα και τη στιγμή που συνειδητοποίησες ότι όλα ήταν στο μυαλό σου, βλέποντάς τον άλλο ευτυχισμένο και χαμογελαστό χωρίς εσένα. Ακόμα και τότε ναι, που όλα φάνταζαν ανούσια, ακόμα το πίστευες.

Γιατί για να ερωτευτείς χρειάζεται να ενεργοποιηθεί εκείνη η μαγική ουσία που θα σε κάνει να πιστέψεις ότι κι άλλος ενδιαφέρεται. Γιατί μπορεί κάποιοι να ερωτεύονται την εμφάνιση, το χρώμα ματιών, το χαμόγελο, αλλά είναι κι αυτοί που μαγνητίζονται εγκεφαλικά. Τι να το κάνεις αν ο άλλος είναι θεός, αλλά δεν μπορείτε να σταυρώσετε κουβέντα και στο μισάωρο έχεις βαρεθεί και δε βλέπεις την ώρα να φύγεις; Αλλού είναι η μαγεία. Στα μικρά, τα απλά, τα συνηθισμένα. Στα εμφανώς αντίθετα και ταυτόχρονα πηγαίως ομώνυμα.

Έτσι συνέβη κι αυτή τη φορά. Δεν υπήρξε πλάνο. Ούτε σκοπός. Ούτε μέθοδος. Ούτε αποτελέσματα. Μόνο συζήτηση. Αυτή η κουβέντα που ξεκινάς πάντα με τον εαυτό σου, συνεχίζεις με τους φίλους και καταλήγεις να γράφεις σε σκόρπια χαρτιά μήπως βρεις την άκρη του νήματος. Ένιωσε άραγε; Κι αν ένιωσε, τι συνέβη; Δείλιασε; Κι αν δείλιασε, γιατί ασχολείσαι; Σου αξίζει; Κι αφού δεν ήσουν απ’ την αρχή η πρώτη επιλογή, θα γίνεις ποτέ;

Δε θα μάθεις. Κι ίσως και καλύτερα. Ό,τι, όμως, δε συνέβη ποτέ είναι ό,τι δεν κυνηγήσαμε αρκετά. Έτσι λένε. Και δεν αρκεί μόνο η δική σου προσπάθεια. Αυτό να το θυμάσαι. Τι να το κάνεις αν ο άλλος δείξει ενδιαφέρον όταν όλα θα είναι έτοιμα, όταν θα έχεις καταθέσει όλα τα ψυχικά αποθέματα και θα έχεις έρθει αντιμέτωπος με όλους για τη δική σας ευτυχία; Ανθρώπους που συμβιβάζονται, βολεμένοι στην καθημερινότητα και τρομοκρατημένοι στην ιδέα του ρίσκου, να μην τους αφήνεις χώρο να περάσουν. Γιατί δεν επιζητούσες αυτό. Αν κι αυτό που ένιωθες έμοιαζε τόσο δυνατό στην αρχή, σιγά-σιγά ξεθωριάζει. Γίνεται μότο σου το «όποιος θέλει, προσπαθεί» και γυρνάς σελίδα.

Ιδανικό σενάριο μάλλον και για τους δυο σας. Εσύ προχωράς, γνωρίζοντας ότι έχεις κάνει ό,τι μπορούσες κι αυτός εκεί, με τις επιλογές και την ευτυχία του, ήρεμος κι ανενόχλητος. Τα αναπάντητα ερωτήματα πάντα θα σε κυνηγούν, αλλά κυνήγησέ τα κι εσύ. Υπάρχουν φορές που δε μαθαίνουμε το λόγο που κάτι τελείωσε και θα πάρει καιρό να συνηθίσεις στην ιδέα ότι κάποτε δεν ανακαλύπτουμε καν το «γιατί» κάτι δεν άρχισε. Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και τα σημάδια δεν ερμηνεύονται πάντα με τον ίδιο τρόπο.

Αν ποτέ, όμως, το ένιωσες στον αέρα, σε εκείνα τα ανέκφραστα μάτια, σε εκείνα τα ερμητικά κλειστά στόματα, τότε, ναι. Σε ήθελε όπως ήθελες κι εσύ. Για απόψε τουλάχιστον κοιμήσου μ’ αυτή τη σκέψη.

Συντάκτης: Μαρία Δουδούμη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη