Όσο κι αν προσπαθώ να παραμένω χαρούμενη κι αισιόδοξη, δεν μπορώ ν’ αγνοήσω το άγχος, τον φόβο και τη θλίψη, που κυριαρχούν στην καθημερινότητά μας. Πιστεύω ότι κάτι παρόμοιο βιώνουμε λίγο-πολύ όλοι μας. Προχωράς στον δρόμο και το μόνο που αντικρίζεις γύρω σου είναι σκυθρωπά πρόσωπα, με μονίμως θλιμμένο βλέμμα.  Ρωτάς τους δικούς σου αν είναι καλά κι αυτοί σου απαντούν μ’ ένα ξερό «Ναι, καλά». Όμως γνωρίζεις ότι η απάντησή τους αυτή λέγεται απλώς για να ειπωθεί. Κι αναρωτιέμαι, αφού δεν αντιμετωπίζουν κάτι τραγικά δυσάρεστο, γιατί δεν αισθάνονται καλά; Αντιθέτως, μάλιστα, υπάρχουν κι ένα σωρό αιτίες που θα μπορούσαν να τους κάνουν να αισθανθούν ευτυχισμένοι. Τότε θέλω να τους ρωτήσω «Δεν είστε ευτυχισμένοι ή δεν αντέχετε να είστε;»

Τελικά, αντέχουμε την ευτυχία; Μήπως δεν είμαστε ικανοί να τη διαχειριστούμε; Σκεφτείτε πόσες φορές έχουμε δει κάποιον να γελάει κι αμέσως αναρωτηθήκαμε φωναχτά «Τι παίρνει αυτός;». Ή ακόμη κι όταν εμείς οι ίδιοι ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια, στο επόμενο δευτερόλεπτο λέμε «Σε καλό να μας βγει». Επειδή θεωρούμε ότι αν είμαστε ευτυχισμένοι, στη συνέχεια πρόκειται να μας συμβεί κάτι δυσάρεστο. Γιατί  τείνουμε να βλέπουμε το ποτήρι μισοάδειο, ενώ αυτό είναι μισογεμάτο; Γιατί τελικά φοβόμαστε να ‘μαστε ευτυχισμένοι; Μήπως επειδή τη δυστυχία μπορούμε να τη διαχειριστούμε πιο εύκολα; Μπα… Ούτε σ’ αυτήν είμαστε ικανοί ν’ αντεπεξέλθουμε. Απλά την έχουμε συνηθίσει και μας είναι οικεία. Ίσως κάπου μέσα στη θλίψη, τη μιζέρια και την γκρίνια να αισθανόμαστε κι όμορφα.

Φαινόμαστε δυστυχισμένοι, ενώ καιγόμαστε να ‘μαστε ευτυχισμένοι. Κι αν αυτό δεν μπορούμε να το εξηγήσουμε λογικά, σίγουρα μπορούμε να το κατανοήσουμε ψυχο-λογικά. Επειδή η κοινωνία με τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπά της, οι άνθρωποι γενικότερα, οι φίλοι μας, οι ίδιοι μας οι γονείς απ’ την παιδική μας ηλικία μέχρι και την ενήλικη ζωή, έχουν κατορθώσει να ριζώσουν βαθιά μέσα στο μυαλό μας ότι η ευτυχία δε διαρκεί. Ότι καταστρέφεται και χάνεται. Κάπου επικρατεί κι η άποψη ότι δεν είναι σωστό να ‘μαστε αλλά και να δείχνουμε χαρούμενοι, όταν οι περισσότεροι γύρω μας είναι στενοχωρημένοι.

Κάποιες φράσεις που όλοι έχουμε ακούσει ή/κι έχουμε πει, είναι αρκετές ώστε να συνειδητοποιήσουμε τον φόβο και τις ενοχές που η ευτυχία μας προκαλεί: «Παραείναι καλό για να ‘ναι αληθινό!», «Μην ενθουσιάζεσαι πολύ, γιατί δε θα σου βγει σε καλό.», «Μην πολύ χαίρεσαι, γιατί κάτι άλλο κρύβεται από πίσω.», «Μην πεις τίποτα γιατί μπορεί να σε ματιάσουν.», «Μη δείξεις χαρούμενος, γιατί δεν είναι σωστό όταν άλλοι έχουν τόσα προβλήματα.» Φράσεις που εμπεριέχουν πολλά διαφορετικά κι αντιφατικά συναισθήματα. Το μόνο, όμως, που εντυπώνεται μέσα μας και διαμορφώνει τον χαρακτήρα της εσωτερικής μας φωνής είναι το «μην».

Η προσπάθεια αυτή να καταπιέζουμε και να εκλογικεύουμε την ευτυχία που αισθανόμαστε, μας στερεί τη δυνατότητα ν’ αντλήσουμε χαρά κι ικανοποίηση απ’ τη ζωή μας κι απ’ τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο έχουμε μάθει να τονίζουμε τις δυστυχισμένες στιγμές που ζούμε, παραβλέποντας ή ακόμη κι αγνοώντας τις ευτυχισμένες. Νιώθουμε ενοχικά για ό,τι καλό μας συμβαίνει. Ή νιώθουμε ανίκανοι να διαχειριστούμε μια χαρούμενη δική μας στιγμή. Ενώ άλλες φορές επιδιώκουμε ν’ αποσιωπήσουμε τη χαρά μας, επειδή φοβόμαστε ότι πολλοί θα μας χαρακτηρίσουν υπερόπτες και ματαιόδοξους.

Πιο απλά, η θλίψη, η δυσάρεστη κατάσταση, ο φόβος κι η ενοχή είναι συναισθήματα τα οποία έχουμε συνηθίσει να βιώνουμε. Ναι, σαφώς, υπάρχουν κι αυτά, δεν είναι όμως τα μοναδικά. Απλά αισθανόμαστε μεγαλύτερη άνεση εκφράζοντας συναισθήματα αυτού του είδους. Αντίθετα, έχουμε συνδέσει την ευτυχία και τη χαρά με ένα φόβο. Και συνεπώς οτιδήποτε ευχάριστο μοιάζει για εμάς απαγορευτικό. Η ευτυχία είναι μικρές στιγμές χαράς, απόλαυσης κι αγάπης. Κι είναι τόσο απλή. Στον περίπλοκο, όμως, κόσμο που ζούμε το απλό φαντάζει δύσκολο.

Δεν υπάρχουν τρόποι στο να μάθουμε να ‘μαστε ευτυχισμένοι ή λύσεις που θα μας βοηθήσουν να διαχειριζόμαστε την ευτυχία μας. Ας προσπαθήσουμε, όμως, να ξεμάθουμε να ‘μαστε προσκολλημένοι στη θλίψη, τη μιζέρια, τον φόβο και τις ενοχές. Κι αν δεν είμαστε ικανοί να διαχειριστούμε τις ευτυχισμένες μας στιγμές, τουλάχιστον ας κάνουμε τη χάρη στον εαυτό μας να τις απολαύσουμε. Δίχως να σκεφτόμαστε και να προβληματιζόμαστε για το πριν ή το μετά. Κι αν δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε ούτε αυτό, τότε δε μένει κάτι άλλο απ’ το να επισκεφτούμε ένα νοσοκομείο. Μέσα απ’ τους ατελείωτους άσπρους  διαδρόμους, τους ψυχρούς τοίχους, ντυμένους με τετράγωνα πράσινα πλακάκια και τους αμέτρητους ορούς που κρέμονται, διεισδύοντας σε ανθρώπινα σώματα, ίσως μπορέσουμε να καταλάβουμε. Ίσως…

Συντάκτης: Ελίζα Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη