«Είμαι εργαζόμενη, 35 χρόνων και ψάχνω συγκάτοικο κοπέλα.», «Είμαι 43 ετών και ψάχνω συγκάτοικο σε δικό μου διαμέρισμα.», «Είμαι εργαζόμενη, είμαι 32, αναζητώ συγκάτοικο που να ‘χει ήδη χώρο.»· αγγελίες σαν κι αυτές βλέπουμε, σχεδόν καθημερινά, σ’ εφημερίδες και σχετικές ιστοσελίδες. Πολλοί, μάλιστα, από εμάς έχουμε φίλους, ηλικίας τριάντα ετών κι άνω, που συγκατοικούν. Άλλοι για να μοιράζονται τα έξοδα κι άλλοι επειδή, ενδεχομένως, το θεωρούν πιο ευχάριστο απ’ το να μένουν μόνοι. Οι περισσότεροι, βέβαια, έχουμε συνδέσει τη φιλική συγκατοίκηση με τη μετεφηβική ηλικία και τη φοιτητική ζωή, κάπου στην επαρχία ή στο εξωτερικό. Πρόκειται, όμως, για ένα φαινόμενο, που δεν το συναντάμε μόνο στις περιπτώσεις αυτές.

Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα βιώνει μεγάλη οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα οι περιπτώσεις συγκατοίκησης μεταξύ ανθρώπων, ηλικίας τριάντα ετών κι άνω, να πληθαίνουν ολοένα και περισσότερο. Οι ίδιοι έχουμε πολλά παραδείγματα γνωστών και φίλων μας, που νοικιάζουν ένα διαμέρισμα μαζί με φίλους τους ή, κατά περιπτώσεις, ακόμα και μ’ αγνώστους. Απ’ την άλλη πλευρά, ειδικά τη σημερινή εποχή, πόσοι άνω των τριάντα, επειδή οι απολαβές απ’ την εργασία τους είναι ελάχιστες, αναγκάζονται να επιστρέψουν στην πατρική εστία; Επειδή δεν αντέχουν το βάρος των εξόδων διαβίωσης και συντήρησης ενός δικού τους σπιτιού. Έχοντας, μάλιστα, συνηθίσει, για μεγάλο χρονικό διάστημα, να ζουν μόνοι τους μακριά απ’ τους γονείς τους, η επιστροφή σ’ αυτούς φαντάζει συναισθηματικά δύσκολη. Κάποιοι, ίσως, να το βιώνουν κι ως ήττα· μειώνεται η αυτοεκτίμησή τους. Επομένως το να συγκατοικήσουν, είτε με φίλους είτε μ’ άλλους ανθρώπους, γίνεται πιο ελκυστικό.

Το να μοιράζεσαι μ’ άλλους τα πάγια έξοδα συντήρησης ενός σπιτιού, έχει αρκετά προτερήματα. Μένεις σ’ ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα, δίνοντας λιγότερα χρήματα, αφού το ενοίκιο επιμερίζεται ανάμεσα στ’ άτομα που μένουν μαζί. Ενώ όταν αποφασίζεις να μείνεις μόνος σου, το πιθανότερο σενάριο είναι να νοικιάσεις ένα μικρό διαμερισματάκι, αφού τα μισθώματα για τα μεγάλα σπίτια, ειδικά σήμερα, έχουν αυξηθεί πολύ.

Απ’ την άλλη, εξοικονομείς χρήματα για τον εαυτό σου, αφού δεν επιβαρύνεσαι εξ ολοκλήρου με τα πάγια έξοδα συντήρησης του σπιτιού. Έτσι μειώνονται και τα καθημερινά έξοδα. Προτέρημα, όμως, δεν είναι μόνο η εξοικονόμηση χρημάτων, απλά το οικονομικό κομμάτι είναι αυτό που σε ωθεί πιο εύκολα στο να αποφασίσεις να συγκατοικήσεις. Υπάρχουν κι οι τρέχουσες καθημερινές υποχρεώσεις ενός σπιτιού· πληρωμή λογαριασμών, ψώνια στο σουπερμάρκετ, πλύσιμο πιάτων, πλυντήριο, σιδέρωμα, σκούπισμα, σφουγγάρισμα και μαγείρεμα. Όταν μέναμε με τους γονείς μας, οι περισσότεροι τα βρίσκαμε έτοιμα, χωρίς να κάνουμε οτιδήποτε. Βέβαια, όταν μένεις μόνος σου, αναγκαστικά μαθαίνεις να συντηρείς τον εαυτό σου, γεγονός που σαφώς σε ωριμάζει. Απλά στη συγκατοίκηση είναι πιο εύκολο, υπό την έννοια ότι οι υποχρεώσεις ενός σπιτιού –οι λεγόμενες από πολλούς «αγγαρείες»– μοιράζονται· οπότε το άτομο δεν επωμίζεται όλο το βάρος, μόνο του.

Δεν είναι, όμως, μόνο η οικονομική δυσπραγία, που εξαναγκάζει νέους ανθρώπους να συμβιώνουν στον ίδιο χώρο. Υπάρχει κι άλλος λόγος, εντελώς αντίθετος και διαφορετικός· η διάθεση των ανθρώπων αυτών να ανεξαρτητοποιηθούν απ’ την πατρική εστία -έστω και μερικώς. Καταλύτης για τη στάση τους αυτή, είναι σε μεγάλο ποσοστό οι ίδιοι οι γονείς. Φυσικά όχι όλοι· είναι, όμως, πολλοί. Όταν οι έφηβοι μένουν στο πατρικό σπίτι, οι γονείς τους παρέχουν σχεδόν τα πάντα, προκειμένου να αισθάνονται ασφάλεια. Η ίδια συμπεριφορά των γονέων συνεχίζεται κι όταν τα παιδιά τους περνούν στη μετεφηβική ηλικία. Τ’ αποτέλεσμα είναι αφενός να μην έχουν μάθει πώς να συντηρούν μόνα τους τον εαυτό τους, αφετέρου να μη νιώθουν σιγουριά στο να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους· αισθάνονται εξαρτημένα απ’ τους γονείς τους, επειδή οι ίδιοι οι γονείς εναντιώνονται στην ανεξαρτητοποίηση των παιδιών τους. Απλά θέλουν να τα κρατήσουν κοντά τους.

Έτσι, λοιπόν, ενώ απ’ τη μία –ειδικά στις ηλικίες των τριάντα κι άνω– επιθυμούν να φύγουν απ’ τους γονείς τους και το σπίτι τους, απ’ την άλλη αισθάνονται κι εξαρτημένοι απ’ αυτούς. Αναλογίζονται τις ευθύνες, που απορρέουν απ’ την ατομική πλέον διαβίωσή τους κι ενώ η απομάκρυνση αυτή τους γοητεύει, παράλληλα τους φοβίζει. Προκειμένου, λοιπόν, να νιώσουν ασφαλείς, ότι δηλαδή υπάρχει και κάποιος άλλος δίπλα τους, επιλέγουν τη συγκατοίκηση. Με τον τρόπο αυτό αισθάνονται ότι δεν είναι εντελώς μόνοι τους· ότι επιστρέφοντας στο σπίτι τους, θα υπάρχει κάποιος εκεί, με τον οποίο θα συζητήσουν τα νέα τους, θα φάνε μαζί, θα περάσουν ευχάριστα και θα μοιραστούν τις δουλειές. Ουσιαστικά, θα νιώθουν την ασφάλεια, που αισθάνονταν και στο πατρικό τους, αλλά ταυτόχρονα θ’ απολαμβάνουν την ελευθερία των κινήσεών τους.

Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι απ’ τη μία έχουμε την οικονομική κρίση, που αναγκάζει τους τριαντάρηδες να συγκατοικούν, κι απ’ την άλλη την ανάγκη εξάρτησής τους από ανθρώπους. Κι οι δύο, όμως, αιτίες καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα· στην ασυνείδητη εναντίωση των ατόμων στην τάση ανεξαρτητοποίησής τους.

Συντάκτης: Ελίζα Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη