Έχετε ακούσει για την «αντίστροφη ψυχολογία»; Ακόμη κι αν δεν τη γνωρίζετε, διαβάζοντας μερικά παραδείγματα, θα συνειδητοποιήσετε ότι αρκετοί, ήδη, την έχετε χρησιμοποιήσει κι εξακολουθείτε να το κάνετε. Τις περισσότερες μάλιστα φορές, αν όχι όλες, αυτό γίνεται εντελώς ασυνείδητα.

Διαφωνήσατε, για παράδειγμα, μ΄ ένα πρόσωπο για κάποιο ζήτημα και ξαφνικά αρχίσατε να υποστηρίζετε το αντίθετο απ΄ αυτό που αρχικά εκφράζατε, με το σκεπτικό ότι το άλλο πρόσωπο θα καταλήξει να στηρίζει αυτό που εσείς επιθυμούσατε. Σας ελκύει ένα άτομο, ενώ γνωρίζετε ότι αυτό θέλει μόνο τη φιλία σας. Του δείχνετε κι εσείς ότι αυτό που επιθυμείτε είναι να ΄στε φίλοι και τίποτα παραπάνω, προσπαθώντας έτσι να το προσελκύσετε με τον τρόπο που επιθυμεί.

Μήπως τα παραδείγματα αυτά σας φαίνονται οικεία; Αυτή είναι η αντίστροφη ψυχολογία. Όταν, δηλαδή, υιοθετούμε μια θέση κι υποστηρίζουμε μια άποψη, ώστε το άλλο άτομο να υιοθετήσει και υποστηρίξει το ακριβώς αντίθετο. Πιο απλά χρησιμοποιούμε την αντίστροφη ψυχολογία, όταν θέλουμε να κάνουμε τους άλλους να θέλουν αυτό που θέλουμε εμείς. Και μάλιστα δίχως καν ν΄ αντιλαμβάνονται ότι κάτι τέτοιο γίνεται εσκεμμένα.

Έρευνες έχουν αποδείξει ότι η χρήση της αντίστροφης ψυχολογίας μπορεί, πράγματι να φέρει θετικά αποτελέσματα. Κοινωνικοί ψυχολόγοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αντίστροφη ψυχολογία αποτελεί μέρος ενός ψυχολογικού φαινομένου που καλείται «αντίσταση». Και πότε αντιστέκομαι; Όταν αισθάνομαι ότι απειλείται η ελευθερία μου. Πιο απλά όταν νιώθω ότι κάποιος μου στερεί τη δυνατότητα είτε να πραγματοποιήσω τις δικές μου επιθυμίες είτε ν΄ ακολουθήσω τις δικές μου επιλογές. Τότε προσπαθώ να αντιστρέψω το απειλητικό αυτό συναίσθημα που με διακατέχει. Συνεπώς η αντίστροφη ψυχολογία «εκμεταλλεύεται» την αντίσταση του άλλου.

Η μέθοδος αυτή απαντάται συχνά στην παιδική κι εφηβική ηλικία, χωρίς σαφώς ν΄ αποκλείεται κι η ενήλικη ζωή, έστω κι αν στην περίπτωση αυτή δε γίνεται με μεγάλη συχνότητα. Ο λόγος που οι έφηβοι πρωτοστατούν στη μέθοδο αυτή είναι επειδή ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της εφηβείας έχει έντονα αναπτυγμένο το αντιδραστικό στοιχείο, καθώς βρίσκεται και στη φάση προσδιορισμού της ταυτότητάς του και της εικόνας του στον κόσμο. Επί της ουσίας ο έφηβος κάνει ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που είτε του επιβάλλουν είτε το συμβουλεύουν. Αλλά και στην παιδική ηλικία συναντάμε συχνά το φαινόμενο αυτό. Καθώς είναι περισσότερο εύκολο να πείσεις ένα μικρό παιδί να κάνει αυτό που θέλεις, προβάλλοντάς του το αντίθετο από αυτό που εσύ θεωρείς ότι πρέπει να κάνει. Ένα απλό παράδειγμα είναι το φαγητό. Ο γονέας παρουσιάζει ελκυστικό ένα πιάτο με βραστά κολοκυθάκια σε σχέση με τις τηγανιτές πατάτες που τα παιδιά λατρεύουν να τρώνε. Ή το αντίθετο πιέζοντας συνεχώς το παιδί να φάει τα κολοκυθάκια, το πιθανότερο είναι να μείνει νηστικό, ενώ αν το αφήσει ελεύθερο, λέγοντάς του να φάει ό,τι θέλει, ίσως ο γονέας πετύχει το στόχο του. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν αποτελεί κανόνα αλλά δίνει πολλές και βάσιμες πιθανότητες επιτυχίας.

Ωστόσο ακόμη κι η τεχνική αυτή της αντίστροφης ψυχολογίας έχει κάποιους κανόνες, που δεν πρέπει να παραβιάζονται. Επειδή σε μια τέτοια περίπτωση αυτό μπορεί να λειτουργήσει ενάντια στο άτομο, που την εφαρμόζει. Το πρώτο κι ίσως το σημαντικότερο όλων είναι να γνωρίζουμε καλά το άτομο, στο οποίο θέλουμε να την εφαρμόσουμε. Μέσα από τη γνώση του άλλου, μπορούμε να καταλάβουμε εάν είναι δεκτικός στη μέθοδο αυτή, για παράδειγμα εάν αντιστέκεται, αρνούμενος να πράξει κάτι, απλώς και μόνο επειδή θεωρεί ότι του το επιβάλλουν. Το δεύτερο κι εξίσου σημαντικό είναι να γνωρίζουμε καλά τη σχέση που έχουμε με τον άνθρωπο αυτό. Και τούτο διότι πολύ εύκολα μπορεί ν΄ ανατραπεί η ισορροπία ανάμεσά μας και η όποια σχέση να οδηγηθεί στη ρήξη. Επίσης πρέπει να ΄μαστε σίγουροι για το τι επιδιώκουμε απ΄ τον άλλο, εφαρμόζοντας τη μέθοδο αυτή. Πιο απλά να ΄μαστε βέβαιοι ότι τελικά το άτομο θα επιλέξει την κατάλληλη θέση ή συμπεριφορά απ΄ αυτήν που είχε αρχικά κι εμείς επιδιώκουμε να τροποποιήσουμε. Τέλος, αν έχουμε πράξει κάτι τέτοιο, οφείλουμε να παραμείνουμε προσηλωμένοι στον στόχο μας, δίχως ν΄ αλλάζουμε συνεχώς γνώμες και συμπεριφορές. Να παραμένουμε συνεπείς με τη στάση που επιλέγουμε στο ζήτημα για το οποίο εφαρμόζουμε την τεχνική αυτή.

Με λίγα λόγια καταλαβαίνουμε ότι εφαρμόζοντας τους κανόνες της αντίστροφης ψυχολογίας, μπορούμε να κάνουμε τον άλλο να θέλει αυτό που εμείς θέλουμε. Κάτι τέτοιο ακούγεται εξαιρετικά δελεαστικό. Σωστά; Όμως μπορεί να μας γίνει συνήθεια και να καταλήξουμε χειριστικοί. Κι αυτό είναι κάτι που δε συνδέεται με την αντίστροφη ψυχολογία. Ασφαλώς και δεν μπορούμε να ζούμε, αρνούμενοι συνεχώς να προσφέρουμε στους άλλους, ώστε αυτοί να κάνουν ό,τι εμείς επιθυμούμε. Τα όρια ανάμεσα στην αντίστροφη ψυχολογία, στον εξαναγκασμό και στη χειραγώγηση είναι πολύ λεπτά και η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση εξαιρετικά πολύπλοκη. Γι΄ αυτό και πριν τη χρησιμοποιήσουμε –αυτή τη φορά συνειδητά– καλό είναι ν΄ αναρωτηθούμε πώς θα αισθανόμασταν αν αντιλαμβανόμασταν ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε αποδέκτες του ψυχολογικού αυτού «παιχνιδιού».

Συντάκτης: Ελίζα Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.