Υπάρχουν πολλές στιγμές που με πιάνω να  ονειρεύομαι. Πολλές κρυφές επιθυμίες αλλά και φανερές νοσταλγίες. Οι περισσότερες από αυτές είναι με σένα. Όχι γιατί δεν μπορώ να  κάνω όνειρα μόνο με τον εαυτό μου. Όχι, όχι. Αλλά επειδή θέλω να τα κάνω μαζί σου. Και η εποχή είναι τέτοια που μας δημιουργεί όλους αυτό το αίσθημα της ζεστασιάς, της ανάγκης για έρωτα, της ρομαντικής αγκαλιάς και της θαλπωρής.

Ο καθένας ονειρεύεται νύχτες στον καναπέ με μια αγκαλιά γύρω του.  Αδημονεί για φαγητό, ταινίες, κατακόκκινα τριαντάφυλλα του εμπορίου, όπως προστάζει η σύγχρονη κουλτούρα μας. Τα μπαλόνια, οι πληθωρικές κάρτες εκδήλωσης αγάπης, τα μακρινά ταξίδια, δεν μπορούν επίσης να λείπουν από το τέλεια σκηνοθετημένο πάζλ έρωτα. Όλα αυτά είναι τόσο όμορφα. Και τόσο βαρετά. Το σκέφτομαι αλλιώς όμως το πράμα εγώ, ρε μάγκα μου. Για μερικούς από εμάς τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή είναι εντελώς δωρεάν. Με πρωταγωνιστές εμάς και μόνο εμάς, χωρίς ίχνος χρήματος, χλιδής, φρου-φρου και αρωμάτων.

Κι αν είχα ένα σενάριο στο μυαλό μου θα ήταν το εξής. Να με αρπάξεις και να βγούμε στο δρόμο μέσα στη βροχή. Χωρίς ομπρέλα. Δε με πειράζει να γίνω μούσκεμα. Δε με πειράζει που θα με κοιτάνε όλοι περίεργα. Όχι. Με νοιάζει που θα σε έχω στην αγκαλιά μου. Να τραγουδάμε φωνάζοντας το τραγούδι που μας έφερε κοντά. Το τραγούδι εκείνο που είπαμε πως είναι το δικό μας, θυμάσαι; Αυτό που ακούστηκε όταν βγήκαμε για πρώτη φορά, αυτό που μου αφιέρωσες ένα βράδυ στο αυτοκίνητο.

Να μου ψιθυρίζεις στο αυτί. Να μου λες πόσο με αγαπάς και ‘γω να γυρνάω το κεφάλι μου προς τον ουρανό. Να νιώθω τη βροχή να με περιλούζει , το πρόσωπό μου να παγώνει από το αεράκι που φυσάει, μα εγώ να αναρωτιέμαι. Είναι στ’  αλήθεια αληθινό; Μήπως κάποιος με κοροϊδεύει. Ψάχνω την απάντηση από το περιβάλλον γύρω μου. Και εκεί που αρχίζω να παγώνω και να συνειδητοποιώ ότι όντως ζω στην πραγματικότητα κάτι τόσο αυθόρμητο,  νιώθω το χέρι σου στη μέση μου. Να με τραβάει πιο σφιχτά και ‘γω να μην μπορώ να φύγω. Λες κι αν μπορούσα δηλαδή, θα έφευγα. Ποτέ. Αυτό είναι η ένδειξη της ασφάλειας, αγάπη μου. Να αφήνομαι στα χέρια σου όταν όλος ο κόσμος καταρρέει. Χωρίς να με νοιάζει αν γίνομαι περίγελος  άλλων.

Σκύβω το κεφάλι μου στον ώμο σου και το νερό της βροχής συνεχίζει να βρέχει τα μαλλιά μας σαν χείμαρρος που δε λέει να σταματήσει το ορμητικό πέρασμά του. Αρχίζεις να γελάς όταν ξεχνάω τα λόγια και με σηκώνεις ψηλά στον αέρα σαν πούπουλο. Κάπου εκεί παίρνεις την απόφαση πως πρέπει να τρέξουμε σε ένα στεγασμένο χώρο. Βλέπεις ήσουν πάντα πιο λογικός από μένα. Αλλά στ’ αλήθεια δε χρειάζεται και λίγη τρέλα στη ζωή μας; Λίγο χρώμα, λίγη ένταση;

Όλο αυτό το παραλήρημα σκέψης ή φαντασίωσης, προκαλεί μια ανατριχίλα όμοια με αυτή που θα μου προκαλούσε αν όντως συνέβαινε τώρα αυτός ο χορός της βροχής. Γιατί ως ενήλικες πλέον, αγνοούμε τον όρο της ανεμελιάς. Μας περιλούζουν ευθύνες και πρέπει. Και ξεχνάμε πως η αγάπη, ο αληθινός έρωτας είναι η δικλείδα ασφαλείας μας. Όταν όλοι οι άλλοι πνίγουν την κακία τους σε μένα και σε σένα, εσύ και ‘γω έχουμε ο ένας τον άλλο. Και αυτό είναι υπεραρκετό αγάπη μου.

Και χαίρομαι που σ’ αυτή εδώ μέσα την καρδιά κατέχεις επάξια τον τίτλο που σου αξίζει. Που είσαι εσύ το πρόσωπο που με κάνει να αφήνομαι στις καταιγίδες. Που ζω κάθε στιγμή χωρίς πολλά πρέπει κι απαιτήσεις. Η σκέψη του βροχερού χορού λοιπόν με απελευθερώνει. Και ξέρεις γιατί; Αν έπρεπε να παρομοιάσω τη βροχή με τα προβλήματα που μας κατακλύζουν καθημερινά, το τραγούδι κι ο χορός μας είναι η ασπίδα μας. Ενάντια σε όποιον κακό οιωνό βιώνουμε καθημερινά. Είναι η ελπίδα μας να ζήσουμε ευτυχισμένοι.

Έλα να χορέψουμε μαζί αυτόν το χορό. Έλα να νιώσουμε τον έρωτα στον μέγιστο βαθμό του. Το ρομαντισμό στο τελευταίο σκαλί του και την αδρεναλίνη να χτυπάει στο κόκκινο της φωτιάς. Κι αν είχα να διαλέξω ξανά με ποιον θα το ζούσα όλο αυτό θα ήσουν και πάλι εσύ. Εσύ που με αγαπάς κι ονειρεύεσαι μαζί μου. Τι λες…πάμε;

Συντάκτης: Νικολίνα Ανδριάνα Χριστοφόρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου