Μέσα στη δίνη της καθημερινότητας, θα υπάρξουν στιγμές που ποτέ δεν πρόκειται να μοιραστείς ή να εκφράσεις. Ίσως με το αγαπημένο σου πρόσωπο κάνεις μια προσπάθεια, αλλά κάτι μέσα σου θα την κρίνει τόσο περιττή που ό,τι πεις, θ’ ακουστεί σαν ένα τιτίβισμα χωρίς νόημα κι ουσία. Δε θ’ ασχοληθείς και πολύ κι εσύ, κι έτσι θα το αφήσεις να περάσει. Εκείνο το λεωφορείο που χάθηκε, το αυτοκίνητο που πέρασε με φόρα και πέταξε τα λασπόνερά του με αποτέλεσμα να γίνεις χάλια, ο προϊστάμενος που κοίταξε το ρολόι προτού πει την πρώτη «καλημέρα» κι ο καφές που χύθηκε. Μια σειρά από γεγονότα που συντέλεσαν στο να έχεις μια δυσάρεστη μέρα. Μικρά, λες, άρα όχι σημαντικά.

Θα σηκώσεις το κεφάλι, θα χαμογελάσεις και θα σκεφτείς πως «έτυχε». Δε θα δώσεις έμφαση, δε θα θελήσεις να το συζητήσεις. Ποιος άλλωστε θα καταλάβει; Είναι η δική σου καθημερινότητα και γνωρίζεις πως όταν κάτι ξεκινάει στραβά, θ’ ακολουθήσει και το επόμενο και το επόμενο μέχρι να κάνει τον κύκλο της η αρνητικότητα. Άντε να κλείσει η μέρα για να επιστρέψεις στη βάση σου, με το αγαπημένο σου πρόσωπο, έτσι ώστε περιεκτικά να χαρακτηρίσεις πως είχες μια «δύσκολη μέρα» και να μείνει εκεί.

Η επόμενη μέρα θα σε βρει μάχιμο, έτσι ώστε να τη φέρεις εις πέρας κι όλα να έχουν ένα αίσιο τέλος. Ένα τέλος που θα σε κάνει να νιώθεις ικανοποίηση. Όταν η επόμενη μέρα ξεκινάει, όμως, και διακρίνεις πως έχει την ίδια αίσθηση με την προηγούμενη, δηλαδή πως υπάρχουν δυσάρεστα γεγονότα που το ένα διαδέχεται το άλλο, ξεκινάει κι ο προβληματισμός. Αδύνατον ν’ αποδεχθείς πως για ακόμη μια φορά έζησες μια μέρα που δεν είχε καμία διαφορά με την προηγούμενη. Είναι η δική σου επικοινωνία; Η δική σου συμπεριφορά; Κάποιο κακό αντανακλαστικό; Η μοίρα; Στην προσπάθειά σου να βρεις απάντηση, οι ατέρμονες συζητήσεις με τον εαυτό σου θα σε φέρουν σε τέλμα. Κι όσο χειρότερα πηγαίνουν όλα, τόσο περισσότερο θα απομονώνεσαι και θα χάνεις την αισιοδοξία σου.

Την τρίτη μέρα, θα καταλήξεις πως δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθήσεις να βελτιώσεις τη δική του συμπεριφορά και τρόπο προσέγγισης, αφού έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν αλλάζει. Μια δυσαρέσκεια για όλα όσα συνεχίζουν να είναι δυσάρεστα θα σε βουλιάξει στη θλίψη. Ίσως ένας χωρισμός ν’ ακολουθήσει εκείνο το λεωφορείο που δεν πρόλαβες και δεν προλαβαίνεις σχεδόν ποτέ, ίσως ο προϊστάμενος να εισηγηθεί στη διοίκηση και να φας καμπάνα από εκεί που δεν το περίμενες, ή το κλειδί που ξέχασες μέσα στην πόρτα να οδηγήσει σε κλειδαρά κι ένα 200ρικο από το πουθενά. Κάτι που δε θα έχει καμία σημασία, να φέρει μια -σχετικά- καταστροφική συνέχεια.

Όταν κάποιος χάσει τον έλεγχο του μυαλού του, είναι πολύ πιθανό να πιστέψει πως η ζωή τον έχει φτύσει και τίποτα δεν πάει καλά. Είναι εύκολο από τη μια στιγμή στην άλλη να δημιουργήσει ένα «ντόμινο» λύπης, από καταστάσεις που είναι αντικειμενικά δύσκολο να διαχειριστεί, ομως ξεκίνησαν από εκείνες που δεν ήταν και τόσο. Είναι η αμφισβήτηση στις δυνάμεις που εισχώρησε ως δηλητηριώδης ουσία κι οδήγησε στο ν’ αναθεωρήσει τα πιστεύω και τις δυνάμεις του. Κάποια γεγονότα θα έχουν πάντα μια περιοδικότητά στη ζωή μας κι όσο η ενέργειά μας απέναντί τους εκπέμπει σε χαμηλές εντάσεις, τότε θα έχουμε δύναμη για τα πιο μεγάλα. Δηλαδή, αν ένα γεγονός ή ατυχία σε καθηλώνει, τότε είναι γιατί έχεις χαλάσει φαιά ουσία σε πολλά αντίστοιχα στο παρελθόν, τόση που το μυαλό σου δεν την παλεύει άλλο.

Αν όμως, όλο αυτό το αντιστρέψεις, αν θεωρήσεις πως ήταν ατυχές συμβάν και πάμε παρακάτω, τότε θα ξεκουράσεις και την εαυτό σου και θα του δώσεις δύναμη για τα πιο βαριά, που θα ‘ρθουν κάποια στιγμή. Ουσιαστικά δίνεις χώρο, έμφαση κι ένα προσοδοφόρο έδαφος ν’ αναπτυχθεί η θετική σκέψη, για να την παλέψεις. Άλλωστε, υπάρχουν και τυχαία γεγονότα που θα έρθουν και θα είναι καλύτερα απ’ ότι ποτέ φαντάστηκες. Κι αυτά στο πλάνο είναι.

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου