Ο προορισμός ήταν πάντα άγνωστος. Ξεκινούσε το αυτοκίνητο με ντεπόζιτο γεμάτο, για να γράψει χιλιόμετρα και στιγμές με πολλά χαμόγελα. Η κούραση, όση κι αν ήταν, δεν μπορούσε να επισκιάσει όλα αυτά που διαδραματίζονταν, δεν κόπαζε τον ενθουσιασμό. Κανείς δεν έδινε σημασία. Κανείς δεν ασχολιόταν με τη ζάλη εκείνων των στροφών, σε βουνά και σε δρόμους που δεν είχαν ακόμα ασφαλτωθεί.

Ο χάρτης στα χέρια της μητέρας ήταν το μόνιμο αξεσουάρ. Η διαδρομή χάθηκε, ένας λάθος δρόμος και μια άγνωστη κατεύθυνση μας έφερνε μπροστά σε μια θέα που μας καθήλωνε να παραμείνουμε εκεί, για όσο η επιθυμία κι η κατάκτηση του ανεξερεύνητου μας έλκυε.

Το άσπρο καλαμάκι με την κόκκινη ρίγα ήταν σημάδι εκείνης της εποχής. Το γάλα με το κακάο που δε θέλαμε να πιούμε και τα τραγούδια που έπαιζαν στο ράδιο. Η θάλασσα πάντα μαγευτική, καταφύγιο για όλους, ιδανική για να απολαύσουμε όλοι τη μαγεία μιας οικογενειακής στιγμής. Δεν ήταν μια βαρετή βόλτα με τους γονείς, κάθε εξόρμηση κουβαλούσε μπόλικη τρέλα.

Εμείς τους ακολουθούσαμε για να ζήσουμε όσα εκείνοι είχαν ονειρευτεί. Αυτά που, σε μια προγενέστερη εποχή, ξεκαθάρισαν οι δυο τους κι αποφάσισαν από κοινού να ανακαλύψουν. Αυτή ήταν σωστή η συνταγή, κ ας μην ξέραμε τι είχε πραγματικά ειπωθεί. Φαινόταν, όμως, πως εκείνοι την είχαν βρει, σε εκείνη τη συνέχεια που ήμασταν κι εμείς μέρος της, κομμάτι απ’ το δικό τους όνειρο.

Βρίσκαμε την ευτυχία μέσα σε εκείνα τα καλοκαίρια, σε ‘κείνες τις ανοιξιάτικες Κυριακές και τις οικογενειακές εκδρομές. Σε εκείνο το ταλαίπωρο τζιπάκι. Όλοι μαζί, ο καθένας με τη δική του προσωπικότητα, συνυπήρχαμε για να μάθουμε πως η οικογένεια δεν είναι μόνο δύο άτομα. Είναι η προέκταση αυτής της ένωσης των δύο κι η διατήρηση εκείνης της πρώτης επιθυμίας, η συνέχεια μιας ιστορίας που ξεκίνησε να γράφεται καιρό πριν και που πια είμαστε μάρτυρες και συμπρωταγωνιστές της.

Εκείνο το τζιπάκι, που τα βράδια γινόταν σκηνή με σεντόνια, να καλύπτει το γεμάτο από πευκοβελόνες έδαφος. Με σπρωξίματα και γκρίνιες, γιατί ο χώρος ήταν περιορισμένος κι ο ένας κολλητά στον άλλο. Κι ερχόταν μια κουβέντα, μια ελαφριά επίπληξη απ’ τους γονείς για να μας συνετίσει, για να μην παραταθεί ο αδερφικός μας καβγάς, με τον μικρότερο ή τον μεγαλύτερο να κάνει πίσω. Κάπως έτσι χτίσαμε ισχυρότερους δεσμούς και θεμέλια για την ενηλικίωση, μάθαμε να μοιραζόμαστε και να υποχωρούμε.

Σε κάτι στιγμές απλές μα σπουδαίες οι δικοί μας μάς βοήθησαν να χτίσουμε τις ομορφότερες αναμνήσεις μας. Φρόντισαν να ‘ναι καθαρές, με ήχους απ’ το θρόισμα των φύλλων, απ’ το κύμα της θάλασσας και το αστείρευτο γέλιο μας, πλούσιες από εικόνες. Εικόνες που μας έμαθαν τι θα πει «αγάπη». Για τη φύση, τη ζωή, τα αδέρφια μας, για τον συνάνθρωπό μας, για όλους εκείνους που θα γνωρίζαμε αργότερα στην ενηλικίωσή μας.

Από εκεί ξεκινήσαμε, σε εκείνη την παραλία με τους λιγοστούς περαστικούς, με ένα τζιπάκι κάτω απ’ τα πεύκα. Με εκείνες τις πατέντες του μπαμπά, που το μετέτρεπε μαγικά σε τροχόσπιτο. Έτοιμο να μας φιλοξενήσει για ένα ή δυο βράδια. Μ’ ένα εξωτερικό περιβάλλον να μας προκαλεί να διοχετεύσουμε την παιδική μας ενέργεια στη φύση και το βράδυ εξαντλημένοι, με λιγοστές κουβέντες, να ξαπλώνουμε όλοι μαζί. Με την επόμενη μέρα να μας βρίσκει πάλι με τον χάρτη συντροφιά, αγουροξυπνημένους, να συνεχίζουμε για τον επόμενο προορισμό μας. Ένα καραβάνι, με το καλύτερο πλήρωμα που θα μπορούσε να υπάρξει. Εκείνο που πάντα θα ζει μέσα μου, εκείνο που δε θα σταματήσει να με ωθεί στις θετικές σκέψεις και την ελπίδα για ένα φωτεινότερο αύριο.

Μια αναδρομή στα πρώτα σου χρόνια σ’ αυτόν τον κόσμο σε κάνει να αναρωτιέσαι τι έχεις αποκομίσει. Ένα γλυκό αβίαστο χαμόγελο κι ένα αεράκι που σε ταξιδεύει στο παρελθόν. Θυμάσαι, κι όσο θυμάσαι σημαίνει πως ήταν υπέροχες εκείνες οι στιγμές. Έχεις αναμνήσεις απ’ τον παιδικό εαυτό σου, εικόνες που παρέμειναν ατόφιες στον χρόνο. Ο εγκέφαλος δεν τις διέγραψε, τις κράτησε γιατί δεν ήταν αρνητικά φορτισμένες, δεν κουβαλούσαν δυσάρεστες σκέψεις, που αμυντικά το μυαλό θα τις έθαβε, κρύβοντάς τις στα πιο σκοτεινά σημεία του. Τις έχει κρατήσει στην επιφάνεια, γιατί κουβαλούν μια ελπίδα. Τα όμορφα παιδικά χρόνια είναι ένα σωσίβιο για την ενηλικίωση.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για έναν ενήλικα απ’ να θυμάται καθαρά και με ευχαρίστηση πια τις παιδικές του στιγμές και να αναρωτιέται, τελικά, αυτό το τζιπάκι τι απέγινε;

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη