Ένα πράγμα δεν παύω να ανακαλώ στο μυαλό μου κάθε φορά που η ανάμνησή σου γυρεύει να τρυπώσει στις σκέψεις μου. Δεν είναι τόσο η νύχτα που σε γνώρισα, περισσότερο είναι το μέρος που η όψη σου παρουσιάστηκε άξαφνα μπροστά μου.

Άξαφνα, ναι, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, αιφνιδιάστηκε ο εαυτός μου όταν εμφανίστηκες και συστήθηκες, που σάστισα. Πάντα τόσο σίγουρη πως εγώ δε θα έπεφτα στην παγίδα. Γελούσα όταν άκουγα φίλους να εξιστορούν αυτά τα χιλιοειπωμένα κλισέ για τις πεταλούδες στο στομάχι, για ανάσες που κόβονται, για πράσινα τερατάκια καμωμένα από ζήλια κι ό,τι χαρακτηριστικά αποκαλούμε «γλυκανάλατες αηδίες».

Ζούσα για ‘μένα και, όσο εγωκεντρικό κι αν φανεί, το απολάμβανα. Είχα τα πάντα υπό έλεγχο –ή τουλάχιστον έτσι πίστευα–, και μια πεποίθηση πως τίποτα εκτός προγράμματος δεν μπορούσε να τύχει σε εμένα. Ώσπου εν μια νυκτί ήρθαν κυριολεκτικά τα πάνω κάτω. Η ουσία δε βρίσκεται στο πότε και στο πώς αλλά στο πού. Ήσουν περαστικός από εκεί ενώ εγώ είχα γίνει ένα με αυτό τον τόπο. Φίλος φίλου που απλά ήρθε να χαιρετήσει ήσουν στην αρχή κι ύστερα ενσωματώθηκες τόσο γρήγορα στην παρέα λες κι ήσουν εξαρχής μέλος της συμμορίας μας.

Σε όλες τις αναδρομές που κάνει το μυαλό μου, σε αυτά τα ταξίδια πίσω στον χρόνο, έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα όλες οι λεπτομέρειες. Η αλμύρα της θάλασσας, οι μουσικές απ’το ηχειάκι, τα τραγούδια που κάναμε δικά μας, τα ξημερώματα που διαδέχονταν τις βραδινές ώρες και τα γέλια μας να αντηχούν σε όλη την παραλία. Δε θυμάμαι με τι ακριβώς γελούσα όταν σε είδα να έρχεσαι για πρώτη φορά απ’ το στέκι που άραζα για πόσα και πόσα καλοκαίρια. Αυτό που έχει σημασία είναι πως ξαφνικά το αστείο που άκουγα εκείνη την ώρα μετατράπηκε σε βουητό στα αφτιά μου, το χαμόγελό μου πάγωσε κι ακόμη έχω αυτήν την αίσθηση, λες κι ήμασταν σε κασέτα και κάποιος πάτησε το pause button στο τηλεχειριστήριο κι όλα σταμάτησαν.

Ήμασταν μόνο εσύ, εγώ και μια φωτιά που ξεκίνησε να μαίνεται μέσα μου και μέχρι σήμερα δεν έχει σβήσει. Ενστικτωδώς έκλεισα τα μάτια μου. Τα άνοιξα αλλά απέφυγα να σε κοιτάξω, εστίασα το βλέμμα μου σε μια χαλασμένη λάμπα που τρεμόπαιζε. Πλέον ήσουν πάνω απ’ το κεφάλι μου, κοιτούσες την αναθεματισμένη λάμπα προσπαθώντας, μάλλον, να καταλάβεις γιατί την παρατηρούσα με τόση επιμονή. Είχες συστηθεί με τους πάντες και περίμενες εμένα. Ήμουν τόσο υπνωτισμένη από εσένα, τις κινήσεις σου, τον τρόπο ομιλίας σου. Είχα αιχμαλωτιστεί απλά και πεισματικά αρνιόμουν να το παραδεχτώ, ακόμη και στον ίδιο μου τον εαυτό.

Το μέρος  αυτό όπου βρισκόμασταν, αναπάντεχα, άρχισε να έχει μια άλλη σημασία. Ό,τι ακολούθησε μετά, ό,τι μου απέμεινε να θυμάμαι από εσένα, όλα συνδέονται με αυτό το σημείο. Το αποκαλώ «σημείο μηδέν», γιατί τα πάντα ξεκίνησαν και τελείωσαν εκεί. Αυτός είναι κι ο λόγος που όσος καιρός και να περάσει, όσες εποχές κι αν αλλάξουν, εγώ θα ξαναγυρνάω στο σημείο που σε πρωτοσυνάντησα. Εκεί που μου ψιθύρισες κάτι στο αφτί, κάτι μόνο για ‘μένα, κάτι που δε θα άκουγε κανείς άλλος∙ ακόμη κι αν δεν το εννοούσες τότε, δεν το ξέχασα.

Το σώμα μου κι οι κινήσεις μου καλοκουρδισμένη μαριονέτα στα χέρια σου. Ελέγχομαι απ’ τη στοιχειώδη μου ανάγκη να ξαναζήσω την πρώτη μας συνάντηση, να αισθανθώ πως ό,τι ζήσαμε δεν πέθανε. Ακόμη κι αν εμείς είμαστε απόντες, εγώ μας βλέπω ακόμη εκεί και θα ορκιζόμουν πως μπορώ ακόμη να ακούσω τις συζητήσεις μας, να εκπλαγώ ξανά και ξανά με το πόσο ρεαλιστής κι ωμός μπορείς να γίνεις.

Είναι κι αυτή η γεύση της νικοτίνης μετά από κάθε μας φιλί που με έθιζε σε εσένα ακόμη πιο πολύ, με έδενε μαζί σου και τώρα το μόνο που απέμεινε από μας είναι μια άδεια παραλία∙ εγώ αλαφιασμένη να τρέχω προς τα εκεί κάθε φορά κι εσύ να μην είσαι ποτέ εκεί. Αναρωτιέμαι, σάμπως ήσουν ποτέ σου πραγματικά εκεί;

 

Συντάκτης: Έμμα Σέικο
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη