Νομίζεις πως κοιμάμαι, ότι δε σ’ ακούω όταν μου ψιθυρίζεις. Καμιά φορά, να ξέρεις, το εκμεταλλεύομαι. Έχω απλά κλειστά τα βλέφαρά μου κι απολαμβάνω να σ’ ακούω να μου μιλάς για όσα θέλεις να ζήσουμε μαζί, για όσα έχουμε ήδη ζήσει και φυσικά για όσα δεν τολμάς να μου πεις όσο ξύπνιοι κι οι δύο κοιτιόμαστε στα μάτια.

Το υποσυνείδητό μου τα ‘χει καταγράψει όλα. Ξέρω τι μου λες, θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια, υπάρχουν όλα μέσα μου κι ας μην ήμουν εκατό τοις εκατό παρούσα. Το υποσυνείδητο δεν το ξεγελάει κανείς, μωρό μου. Δε μου μιλάς ακριβώς, το κάνεις τόσο δειλά κι τρυφερά, χαμηλόφωνα. Κάτι ψίθυροι με ήρεμη φωνή, σταθερή και καθαρή, που εννοεί όσα λέει. Κι αυτό είναι ό,τι πιο εθιστικό έχω αγαπήσει πάνω σου. Ακόμα κι αν όντως έχω παραδοθεί στον Μορφέα, αισθάνομαι ασφαλής εκείνες τις στιγμές, το σώμα μου αντιδράει σ’ αυτά που μου λες, τα χείλη μου χαμογελούν, τα χέρια μου σ’ αναζητούν κάτω απ’ την κουβέρτα.

Μου λες πόσο με θέλεις. Μου λες γιατί με θέλεις. Μου εξηγείς για ποιο λόγο αυτό το «μαζί» δεν το διατυμπανίζεις. Δε θέλεις να διαφημίζεις την ευτυχία μας. Θες να είναι το μυστικό μας. Θες να το ζήσουμε όσο το δυνατόν πιο πολύ. Μου ψιθυρίζεις τους πιο μεγάλους φόβους σου, τις πιο ευάλωτες στιγμές μας. Θες να τσαλακωθείς χωρίς να σε δει κανείς. Είσαι δύσκολο άτομο κι επέλεξες εμένα που είμαι ακόμα δυσκολότερο.

Μου λες πόσο σε ηρεμώ κι ας μην κάνω τίποτα συγκεκριμένο για να το πετύχω αυτό. Αρκεί να με βλέπεις και να μ’ αγκαλιάζεις. Δεν υπάρχει τίποτα πιο δυνατό από μια εγκεφαλική χημεία. Κι όταν έχεις νεύρα ή έρχεσαι κακόκεφος, ξέρω να σε ηρεμώ κι έχω τον τρόπο να σε κάνω να γελάς.

Συνεχίζεις να μου μιλάς, όσο νομίζεις πως δε σ’ ακούω. Μου λες και τα παράπονά σου. Πόσο σε εκνευρίζω όταν χάνομαι, όταν δε σου στέλνω την πρώτη καλημέρα και πεισμώνω. Ανησυχείς, βάζεις χίλια πράγματα στο μυαλό σου. Επιτέλους, παραδέχεσαι ότι ζηλεύεις. Μπαίνω στον πειρασμό να αντιδράσω, μα συνεχίζω να κάνω πως κοιμάσαι. Δε θέλω να χάσω λέξη απ’ την εξομολόγησή σου.

Σ’ αρέσει, μου λες, που δε σε πιέζω, που δε σε έχω δεδομένο, αλλά ταυτόχρονα σου δίνω χώρο και χρόνο. Δε σε τρελαίνω με ερωτήσεις χαζές και περίεργες. Ρωτάω μόνο όταν ξέρω πως νιώθεις έτοιμος να μου πεις. Σου δίνω την ελευθερία και την ασφάλεια να μου ανοιχτείς.

Ξέρεις ότι έχω πληγωθεί κι αυτό που σε τρομάζει είναι ότι οι πληγές μας είναι ίδιες. Γι’ αυτό τις αποκαλύπτουμε σιγά-σιγά και δενόμαστε αργά-αργά. Φοβάσαι και φοβάμαι, αλλά αυτό για μας είναι μια ακόμη πρόκληση. Είμαστε πεισματάρηδες, κανείς μας δεν τα παρατάει και κανείς μας δε βιάζεται. Αφήνουμε τις στιγμές να μας ενώσουν.

Τα συναισθήματά σου δε θέλεις να μου τα αποκαλύψεις ακόμα, κι όταν εκείνα σε πνίγουν απ’ την έντασή τους επιλέγεις αυτές τις νύχτες που θαρρείς πως έχω αποκοιμηθεί δίπλα σου για να μου τα εξομολογηθείς. Εσύ επιλέγεις τις πράξεις για όσα νιώθεις -μα και με τις λέξεις τα πας περίφημα!

Μου λες για εκείνο το φιλί που ήθελες να μου το δώσεις απ’ το πρώτο δευτερόλεπτο που με είδες, αλλά αντίκρισες έναν άνθρωπο πολύ τρελό και συγκρατήθηκες.  Χάζευες τα μάτια μου και κατάλαβες ότι είναι δύσκολα τα πράγματα, γιατί άπαξ και μπλέξουμε εμείς οι δυο δε θα ξεμπλέξουμε. Δίκιο είχες!

Η απάντηση σε όλα αυτά, μωρό μου, έρχεται με ένα φιλί να σφραγίσει την αμοιβαιότητα σ’ όλες αυτές τις εξομολογήσεις. Έλα τώρα να κοιμηθούμε.

 

Συντάκτης: Ελένη Φλισκουνάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη