Κάθεσαι στο παράθυρο και κοιτάζεις το κενό. Σκέφτεσαι γιατί έχεις φτάσει ως εδώ και πώς. Κοιτάζεις το γαλάζιο χρώμα του ουρανού που γίνεται ένα με της θάλασσας και σκέφτεσαι πως ανάμεσα σε αυτή τη γραμμή συνάντησης, υπάρχουμε κάπου και εμείς.

Αρκετοί θα μπορούσαν να κοιτάζουν το μπλε από κάπου ψηλά. Κάποιοι να χαζεύουν απλώς τη θέα με το ταίρι τους, κάποιοι παρέα με ένα φίλο και τις μπίρες, κι άλλοι, σαν εσένα, να σκέφτονται τι έκαναν λάθος και να στέκονται μόνοι. Με έναν καφέ και τσιγάρο για μόνη συντροφιά, ο χρόνος να τρέχει ασταμάτητα εναντίον σου.

Ξαφνικά ανάβουν οι ψυχές στις πόλεις και το σκοτεινό μπλε παίρνει άλλη λάμψη στα μάτια σου. Τρέχεις σε εικόνες που είχες καλά θαμμένες στο υποσυνείδητό σου και δεν είχες ξεκλειδώσει για καιρό. Πώς βρήκες το κλειδί, ενώ το είχες πετάξει; Χαμογελάς και σκέφτεσαι πως κάποτε ήσουν τόσο χαρούμενη, ακόμη και με τα λίγα. Και τώρα, αυτό το λίγο που κάποτε έγινε πολύ, σε άφησε μόνη. Τελικά τι είναι προτιμότερο, να στέκεσαι μόνος σου εναντίον όλων ή ανάμεσα στο πλήθος; Αν και στο χάος, κανείς δε σε ακούει να φωνάζεις δυνατά, η σιωπή του να είσαι μόνος κάνει περισσότερο κρότο.

Μια φωνή σε ταράζει και νιώθεις να σε καίει κάτι. Και βέβαια, το τσιγάρο. Όσο ταξίδευες μέσα στις σκέψεις σου, εκείνο σου έκανε παρέα μέχρι που κάηκε μαζί τους. Ξεχασμένες μνήμες με ανθρώπους που ίσως να μην ξαναδείς. Με κάποιους που σε πλήγωσαν, ενώ έταζαν τ’ άστρα του ουρανού, με κάποιους που δέθηκες και τελικά δεν άξιζαν ούτε ένα λεπτό από τη ζωή σου, και με άλλους που θα ήθελες να κοιτάτε μαζί τον ωκεανό από αυτό το μπαλκόνι και να κάνετε όνειρα για το αύριο, το μέλλον και για το «εσείς». Μια λέξη άγνωστη στο λεξιλόγιο.

Πώς να ξεκινήσεις κάτι στον τομέα του «εμείς» σε μία εποχή που οι περισσότεροι κοιτάζουν το «εγώ»; Δύσκολη υπόθεση. Θέλει θάρρος και κότσια για να το προσπαθήσεις. Θάρρος, που κανείς δεν έχει ή εάν έχει δεν τολμά να το δείξει. Το ξέρεις από πρώτο χέρι πώς είναι να δείχνεις κάτι, αλλά καλύτερα να μην το είχες κάνει ποτέ!

Ας ανάψεις ακόμη ένα, σκέφτεσαι. Πόσο κακό να σου κάνει άλλο ένα τσιγάρο; Εδώ άλλοι και άλλοι έχουν κάνει χειρότερα και δεν έφυγες να γλιτώσεις από τον πόνο. Τουλάχιστον, η φωτιά του θα κάψει όλες τις κακές μνήμες που ξύπνησες σήμερα και θα γίνουν στάχτη. Μόνο ο αέρας θα πάρει μαζί του τις εικόνες που δημιούργησε το υποσυνείδητο.

Μία τζούρα και μία κακή ανάμνηση ξετρυπώνει από το μυαλό σου. Για εκείνον που σε βασάνισε με τα «θα είμαι εδώ ό,τι και αν χρειαστείς», «μη φοβάσαι έχεις εμένα». Ας γελάσουμε με τα όμορφα αστεία του και το θράσος που καμάρωνε, ενώ τα ξεστόμιζε. Το ένα ψέμα μετά το άλλο, σκέφτεσαι και γελάς μόνος σου. Και βέβαια, τήρησε όσα είπε. Τα έδειξε όλα φεύγοντας σαν κλέφτης. Πήρε όσα περισσότερα μπορούσε και, όταν βεβαιώθηκε πως έχει αρκετά, εξαφανίστηκε χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Το τσιγάρο αυτό είναι για όσα πήρε χωρίς να δώσει. Όσα του έλειπαν. Είτε γιατί δεν του τα είχαν δώσει ποτέ, είτε γιατί του τα άρπαξαν μέσα από τα χέρια λίγο πριν χαρεί. Οπότε σκέφτηκε πως όσα πήρε από σένα, του ανήκαν προ πολλού.

Άλλη μία τζούρα, για εκείνον που δεν τόλμησε να ζήσει το παράνομο. Αυτό που θα ανέβαζε την αδρεναλίνη του στα ύψη και θα ζούσε τόσο επικίνδυνα αυτό που ήθελε. Αλλά, δείλιασε και παρέμεινε πίσω από τη σκηνή να κοιτάζει την αυλαία. Προσπάθησε να κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός, όμως το «εγώ» του τον κράτησε πίσω. Στη δική του φυλακή, να μένει μόνος στα σκοτάδια του και να παλεύει.

Καμιά φορά είναι καλό να τολμάτε να κάνετε πράξη όσα επιθυμείτε. Μπορεί να μη σας βγει σε καλό και να χτυπάτε το κεφάλι σας μετά, όμως, μπορεί να είναι η καλύτερη κίνηση της ζωής σας. Πόσο θα ήθελες να το είχες κάνει. Να μην είχες δειλιάσει. Να είχες προσπαθήσει έστω και λίγο να έρθεις πιο κοντά του. Να νιώσεις την ανάσα, τη μυρωδιά του, ώστε να μπορέσεις να την κρατήσεις για φυλακτό. Το μόνο που νιώθεις τώρα είναι την καύτρα του τσιγάρου να καίει το λαιμό σου.

Πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα και δεν το κατάλαβες. Τα πάντα γύρω σου έχουν μαυρίσει και το μόνο που λάμπει είναι τα φώτα της πόλης. Πόσο όμορφη δείχνει από ψηλά. Το τασάκι έχει γεμίσει αποτσίγαρα και εσένα η ψυχή σου ακόμη καίει. Καίει από χαμόγελα, δάκρυα, κραυγές και γέλια. Από στιγμές που έζησες έντονα και σου προκάλεσαν συναισθήματα που δε θα ξεχάσεις εύκολα και στιγμές που δε θα ήθελες να ξανά ζήσεις ποτέ! Ήρθε η ώρα να φύγεις, σκέφτεσαι.

«Αγάπη μου, φεύγουμε», ακούγεται μια φωνή από το βάθος του δωματίου. Μαζεύεις τα πεταμένα τσιγάρα από το τραπεζάκι και φυσάς τη παραπεταμένη στάχτη. Σκουπίζεις τα δάκρυα από τα μάτια σου. Είσαι έτοιμη σκέφτεσαι μέσα μου. Μην ξεχάσεις να δείχνεις όμορφη.. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και βάζεις το χαμόγελό σου.

«Έρχομαι, μπαμπά». Κοιτάς γύρω σου για να βεβαιωθείς πως τα έχεις πάρει όλα. Ναι, εκείνο, το ξέχασες. Πώς γίνεται, σκέφτεσαι. Αυτό σε κράτησε τόσες ώρες στην ίδια θέση διαβάζοντάς το ξανά και ξανά. Είναι το μόνο που έχεις ακόμα φυλαγμένο από εκείνον. Πρέπει όμως να φύγεις τώρα. Σε περιμένουν.

Παίρνεις το γράμμα και κοντοστέκεσαι για μία τελευταία φορά. Πρέπει να αποχαιρετήσεις αυτή τη θέα μαζί με όσες αναμνήσεις σου έφερε πάλι στο νου. Δεν έχει νόημα να τα σκέφτεσαι πια. Χαμογελάς, φεύγεις προς τα εμπρός και κατευθύνεσαι προς την πόρτα. Κοιτάς πίσω για μία τελευταία φορά και την κλείνεις με δύναμη. Το κεφάλαιο αυτό έπρεπε να τελειώσει, αφού είναι σαν ένα κακό βιβλίο που γράφτηκε κάποτε. Η αρχή φαινόταν καλή, ίσως για να ξεγελάσει τον αναγνώστη, όμως το τέλος το καθορίζει ο ίδιος. Και στην προκειμένη, το τέλος σας ήταν αναπόφευκτα δεδομένο. Όμως, δε δώσατε εσείς όποιο τέλος θέλατε, αλλά η ζωή. Το κλείσιμο του κεφαλαίου δίνει ο δυνατός κρότος της πόρτας και η φυγή σου από το χάος!

Συντάκτης: Γεωργία Δημητρακάκου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.