Κι εσύ Ηλέκτρα και κάθε Ηλέκτρα.

Με ψυχή κουρελιασμένη, μια καρδιά τσακισμένη, ματωμένα φτερά.

Φοβισμένη, κατ’ ουσία για άλλη μια συνουσία που σε σκοτώνει αργά.

 

«Μη με χαϊδεύεις. Όχι τώρα, είμαι κουρασμένη, σε παρακαλώ. Δε θέλω. Δεν μπορώ. Τι εννοείς ότι δεν έχω δικαίωμα, αφού είμαι γυναίκα σου; Μη σου λέω! Φτάνει πια!» Αυτά θα μπορούσαν να είναι τα λόγια της Ηλέκτρας. Της αγαπημένης, πλέον, Ηλέκτρας, που γνωρίσαμε αρχές Οκτωβρίου, μέσα από την ομώνυμη σειρά εποχής που προβάλλεται στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, στο κανάλι της ΕΡΤ, με πρωταγωνίστρια την καταπληκτική Έμιλυ Κολιανδρή, σε σκηνοθεσία από τη Βίκυ Μανώλη και σενάριο των Μαντώ Αρβανίτη και Θωμά Τσαμπάνη. Της Ηλέκτρας, που αποφάσισαν άλλοι για τη ζωή της, που την πάντρεψαν «για λόγους τιμής κι ηθικής» με έναν πολύ μεγαλύτερό της άντρα, έναν άντρα που δεν αγαπούσε, που κάθε Τετάρτη βράδυ ξάπλωνε για να κάνει το “συζυγικό της καθήκον”. Για τους ίδιους λόγους που ανεχόταν τα πάντα. Πού δεν έπρεπε να φέρνει αντιρρήσεις, που δεν είχε δικαίωμα να εκφέρει άποψη. Άλλωστε, «τα καλά κορίτσια δεν πρέπει να…» και φόρτωσε έπειτα εσύ ό,τι θες.

Πολλά πρέπει και μη έχει αυτή η κοινωνία. Κανόνες, καθωσπρέπει και Καιάδες για να πετούν τούς αμαρτωλούς. Ιδίως τις γυναίκες. Σκέφτηκες, μήπως, αν αυτά θα μπορούσαν να είναι και λόγια μιας σύγχρονης γυναίκας- συζύγου- μητέρας; Έχεις αναρωτηθεί ποτέ κατά πόσο απέχει η κουλτούρα και η νοοτροπία μας από αυτή του 1970; Ένιωσες εσύ ο ίδιος ή η ίδια αποδέκτης ή κοινωνός τέτοιων φαινομένων; Πώς θα μπορούσες να αντιδράσεις;

Δεν είναι πολύ μακριά, να ξέρεις. Είναι στο δίπλα διαμέρισμα, στη δίπλα γειτονιά, στο διπλανό χωριό, στο πολύ κοντινό περιβάλλον σου, στο ίδιο σου το σπίτι. Άκου, παρατήρησε, αφουγκράσου. Δώσε το περιθώριο να εκφράσουν όσα νιώθουν. Γυναίκες φαινομενικά τακτοποιημένες, φαινομενικά “βολεμένες”, με μια “άνετη” ζωή, με τα παιδάκια τους, το σπιτάκι τους, το αμαξάκι τους, τα ταξιδάκια τους. Όλα τα -άκια τους μαζεμένα. Γυναίκες που δεν τούς επιτρέπεται να παραπονεθούν ότι κάτι τούς λείπει, που δεν τούς επιτρέπεται, όμως, να βγουν να εργαστούν (γιατί οι υποχρεώσεις τους πρέπει να περικλείουν αποκλειστικά τη φροντίδα συζύγου και παιδιών), να βγουν μια βόλτα με φίλους χωρίς τη συνοδεία συζύγου, να συναναστρέφονται οποιονδήποτε άντρα, γιατί μετά -αλίμονο- θα πρέπει να αποδείξουν στον σύζυγό τους ότι δεν τον απάτησαν με έναν ακόμη βι@σμό τους. Γυναίκες που πρέπει να δίνουν αναφορά ανά πάσα ώρα και στιγμή για το πού είναι, με ποιόν και τι κάνουν, που δεν έχουν δικαίωμα να αναπνέουν χωρίς τη συγκατάθεσή του. Εγκλωβισμένες σε σχέσεις, δεμένες σφιχτά από στεφάνια, που αντί να είναι περασμένα στο κεφάλι τους, είναι περασμένα σαν θηλιά στον λαιμό τους. Κι όλο και σφίγγει. Κι αυτή η βέρα; Βαριά κι ασήκωτη πια.

Κι όλο ζητά επιβεβαίωση εκείνος, εκείνος που, καταβάθος, νιώθει ανεπαρκής απέναντί της και τη ζηλεύει οικτρά και σφίγγει πιο πολύ τα λουριά για να μην τού φύγει, για να την κρατήσει κοντά του, γιατί οσμίζεται τη φυγή της, βλέπει την αλλαγή της. Φροντίζει να την πονέσει ακόμη πιο πολύ. Είναι ανίκανος να την αγαπήσει, δεν έμαθε ποτέ πώς να το κάνει, αφού κι ο ίδιος δεν αγαπήθηκε όπως έπρεπε. Κι έτσι, την κάνει να νιώθει ότι δεν της αρκεί τίποτα από όλα αυτά πια. Δεν καλύπτει τίποτα το κενό στην καρδιά της.

Γιατί στην πραγματικότητα και κυριολεκτικά σ’ εκείνες δε λείπει κάτι υλικό. Δεν τής λείπουν, φαγητό, ρούχα, παπούτσια, ανέσεις. Γι’ αυτό, άλλες γυναίκες τού κύκλου τους ενίοτε ζηλεύουν την “τύχη” τους. Μια τύχη τού φαίνεσθαι, μα όχι τού είναι. Ζηλεύουν τη θέση τους στην κοινωνία. Μια κοινωνία που λαμβάνει ως ευυπόληπτους όλους, όσους προσφέρουν ένα κομμάτι ψωμί στο σπίτι τους και τούς κρίνει βάσει του προσωπείου που φοράνε μπροστά της, από τους καθωσπρέπει τρόπους τους, από το άλλοθι που τους δίνει η ίδια η οικογένειά τους, χωρίς να λογαριάζει αν, πίσω από τις κλειδωμένες πόρτες, είναι καταπατητές των πάντων κι αφέντες που “είπαν και λάλησαν”, ικανοί να πνίξουν τη μιλιά σου, ανά πάσα ώρα και στιγμή. Μη! Σουτ! Ουαί κι αλίμονο, αν διαμαρτυρηθείς!

Σε αυτές τις γυναίκες λείπει κάτι που δεν αγοράζεται με χρήματα. Σε αυτές τις συζύγους- συντρόφους λείπει κάτι πολύ πιο ουσιαστικό. Η φροντίδα. Η κατανόηση. Η ελευθερία να παραμένουν και να διαλέγουν τον ίδιο άνθρωπο ξανά και ξανά από αγάπη, από λατρεία. Η επιλογή να διαθέτουν το σώμα τους ή όχι, η ικανοποίηση της ανάγκης να αποφασίζουν οι ίδιες για τη ζωή τους. Η ζωή τους η ίδια, λείπει.

Συντάκτης: Κατερίνα Ανδρουλάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου