Δεν έχεις ύπνο πάλι απόψε. Στριφογυρίζεις στο κρεβάτι. Έχουν πάει μεσάνυχτα, οπότε παίρνεις τη γενναία απόφαση να σηκωθείς και να κεράσεις ένα ποτό τον εαυτό σου, εκεί στα σκοτεινά που ίσα-ίσα μπαίνει το φως της νύχτας από το παράθυρο. Χαμένος στις σκέψεις σου, βάζεις μουσική να σου κάνει συντροφιά. Τελευταία την επιλέγεις συχνά να σου κάνει παρέα, αυτή και το αλκοόλ. Όλο και συχνότερα σε περονιάζει αυτή η αίσθηση μοναξιάς. Ίσως τελικά να αποδειχθεί καλύτερη φίλη από οποιονδήποτε. Κι ενώ βρίσκεσαι στο τρίτο ποτό, ακούς τη μουσική σου κι επικαλείσαι τον Μορφέα, να σου κάνει τη χάρη και να σε πάρει στην αγκαλιά του, σκάει ξαφνικά στ’ αυτιά σου μια μελωδία γνώριμη με λόγια που σκοτώνουν: «Να κοιμηθώ στο πάτωμα, να κλείσω και τα μάτια, γιατί υπάρχουν κι άτομα που γίνονται κομμάτια».

Τι στίχοι, τι κομματάρα, τι αντιπροσωπευτικό δείγμα αντικατοπτρισμού όλων των συναισθημάτων σου, σκέφτεσαι. Και πραγματικά την πάτησες, γιατί σαν να άνοιξε ο ασκός του Αιόλου και βγήκαν όλα όσα καταπίεζες να σε πνίξουν. Φτάνεις να σιγοτραγουδάς τους στίχους, με τους οποίους την υπάρχουσα στιγμή υπάρχει πλήρης ταύτιση συναισθημάτων. Αφήνεις τα δάκρυα να τρέξουν αβίαστα- άλλωστε βοηθάει και το αλκοόλ που έχεις ντοπάρει τον οργανισμό σου και γίνεσαι όχι ένα, όχι δυο αλλά χίλια κομμάτια, φέρνοντας στο μυαλό σου πρόσωπα και καταστάσεις που τους δόθηκες τόσο ολοκληρωτικά, όσο ολοκληρωτικά και τελειωτικά σου το ανταπέδωσαν.

Μαζοχιστικά, ψάχνεις όλες τις εκτελέσεις, από όλους τους καλλιτέχνες που ερμήνευσαν το συγκεκριμένο τραγούδι, κάνεις λίστα και το βάζεις να παίζει ασταμάτητα, χωρίς να δείχνει κανένα έλεος. Χωρίς οίκτο συνεχίζει σε ροή ως το ξημέρωμα και ‘συ το τραγουδάς ξανά και ξανά, κατεβάζοντας το αλκοόλ σαν νεράκι. Σκέφτεσαι αφιλτράριστα, πλέον, ό,τι περνάει από το μυαλό σου και βιώνεις όλους αυτούς τους μικρούς θανάτους που πέρασαν, αλλά κατά έναν μαγικό τρόπο δε σε σκότωσαν. Είσαι ακόμη εδώ και παλεύεις κι αποζητάς μια καινούρια αγάπη να σε λυτρώσει.

Γιατί η αγάπη δεν είναι τίποτα άλλο από μια ανάσταση μετά τον θάνατο που σου φέρνει ο έρωτας. Η στιγμή που σου δίνει φτερά, δύναμη κι ελπίδα, μετά τις τόσες απότομες προσγειώσεις, τόσες που δε βρίσκεσαι απλώς στο πάτωμα, αλλά στης κολάσεως το πυρ το εξώτερο! Ωστόσο κι ενώ το ξέρεις εσύ κι όλος ο ντουνιάς, τι είναι ο έρωτας, επιμένεις και μαζί με σένα όλοι οι ρομαντικοί του κόσμου τούτου ορκίζονται στο όνομά του -ίσως και στο όνομα που τους ενδιαφέρει- πως δεν υπάρχει πιο απίθανο, ιντριγκαδόρικο συναίσθημα.

Τους χρωστάμε όμως και χάρη, της αγάπης και του έρωτα. Γιατί χωρίς αυτά, δε θα γεννιόντουσαν τόσο υπέροχα τραγούδια, που αν και μιλούν για πόνο και χωρισμό και μας κάνουν λιγάκι καταθλιπτικούς, είναι βάλσαμο στα αυτιά μας. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο πως τραγούδια που μιλούν στην ψυχή μας και μας σημαδεύουν, έχουν κάτι που μας θυμίζει τον δικό μας ερωτικό, συνήθως, Γολγοθά. Τέτοια τραγούδια αποζητούμε, όταν η ανάγκη μας για το καλύτερο χάλασμα στην πόλη, που διαφήμιζε κάποτε κι ένας ραδιοφωνικός σταθμός, είναι τόσο επιτακτική και ψάχνει αφορμή κι αιτία για να μας ρίξει στο πάτωμα.

Να κοιμηθώ λοιπόν κι ας είναι και στο πάτωμα. Το τραγούδησε κι η Τάνια, κάτι θα ξέρει.

Συντάκτης: Δέσποινα Σαρακατσιανού
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου