Κίνηση, φωνές, φασαρία. Ένας τύπος έξω από ένα μανάβικο να σιχτιρίζει για τη νέα αύξηση τιμών στις ντομάτες και λίγο πιο κάτω, μια κυρία να μαλώνει με την κόρη της στο τηλέφωνο επειδή «της τα ’λεγε κι εκείνη δεν την άκουγε». Επιστροφή στην κανονικότητα λοιπόν!

Λες και μας πάτησαν ένα κουμπάκι και ξαφνικά βγήκαμε από τη λειτουργία πτήσης κι επανήλθαμε στις εργοστασιακές μας ρυθμίσεις. Και συνεχίζουμε τη ζωή μας απ’ εκεί που την αφήσαμε. Μέσα στο χάος και την αγωνία. Πού είναι τώρα τα κοκτέιλς και τα τηγανητά καλαμαράκια που εξαφάνιζαν δια μαγείας όλες μας τις σκοτούρες; Πώς στο καλό βρήκαν φως και ξαναμπήκαν στο απενεργοποιημένο μυαλό μας; Μάλλον έτσι θα γίνεται πάντα. Μια προσωρινή παύση, για λίγες δόσεις ζωής. Για να συναντηθούμε, να μοιραστούμε και να νιώσουμε. Να θυμηθούμε πως είμαστε άνθρωποι δηλαδή και να απαρνηθούμε, έστω και για λίγο, τη ρομποτοποίησή μας.

Αλλά για ποια κανονικότητα μιλάμε; Κανονικό θα έπρεπε να ήταν το άλλο, το χαλαρό, το ξέγνοιαστο, το αγαπησιάρικο. Το παγωμένο καρπούζι στη βεράντα, τα γέλια με φίλους στα νησιώτικα σοκάκια, οι ηλιοκαμένοι ώμοι απ’ το ατελείωτο άραγμα στην παραλία κι όχι οι τσουρουφλισμένες ψυχές με αποστειρωμένα συναισθήματα και πλασματικές ανάγκες. Όχι ο φόβος, η αγωνία, το τρέξιμο να σώσεις και να σωθείς.

Όμως έκαναν καλή δουλειά όταν μας έμαθαν να τρέχουμε, χωρίς να ξέρουμε καν πού πάμε. Μας δίδαξαν να θέλουμε την επιτυχία κι όχι την ευτυχία. Θεοποίησαν στα μάτια μας τον πλούτο, την εξουσία και την ομορφιά χωρίς ρυτίδες. Μα κανείς τους δε μας είπε πως μεγαλύτερος θεός απ’ τον έρωτα δεν υπάρχει και πως όλη η περιουσία μας είναι οι άνθρωποί μας, η φύση και η ηρεμία μας.

Κι έτσι, οι αφελείς χάθηκαν όλοι σ’ ένα σύμπαν βαθιάς ρηχότητας. Κανείς δε νοιάζεται να συνδεθεί ουσιαστικά και πυρηνικά με τους γύρω του. Να ξεριζώσει την καρδιά του και να τη δώσει σε συσκευασία δώρου, να φανερώσει τον εαυτό του χωρίς φρου φρου κι αρώματα και, εν πάση περιπτώσει, να νιώσει! Να συνταραχτεί το είναι του προς πάσα κατεύθυνση. Γιατί αν δε βιώσει στο πετσί του την αγάπη, τι σόι άνθρωπος είναι;

Το μόνο που απασχολεί τους επιφανειακούς ήρωες είναι ποιο φίλτρο ταιριάζει καλύτερα στην απειροστή σέλφι τους με φόντο το κενό. Ένα κενό που κάποια στιγμή θα πνίξει τόσο πολύ το μέσα τους που καμία ελεύθερη πτώση δε θα μπορέσει να τους σώσει. Αφού θα ψάχνουν χέρι να πιαστούν και δε θα υπάρχει κανένας. Γιατί περαστικοί στη ζωή μας υπάρχουν πολλοί. Άξιοι εραστές, φίλοι και συγγενείς όμως, ελάχιστοι. Εκείνοι είναι τα αλεξίπτωτα και τα σωσίβιά μας. Αλλά για να κατέχουν αυτή την ιδιότητα, πρέπει εμείς πρώτα να ανοίξουμε τις φτερούγες μας για ν’ αγκαλιαστούν οι ψυχές μας. Γιατί αυτό ακριβώς είναι οι σχέσεις. Ένα αλισβερίσι συναισθημάτων, νοιαξίματος, φροντίδας, υποστήριξης, θαυμασμού, σεβασμού κι ένα σωρό άλλα. Κρίμα να χαραμίζονται στον βωμό του δήθεν.

Αν η προτεραιότητά μας ήταν οι ανθρώπινες σχέσεις και μέσα σ’ αυτούς συγκαταλέγω και τη σχέση με τον ίδιο μας τον εαυτό, τότε δε θα διψούσαμε τόσο πολύ για ολιγοήμερες διακοπές. Γιατί όσο κι αν προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε την απουσία της σύνδεσης με την έλλειψη χρόνου και τις ανελλιπείς επαγγελματικές υποχρεώσεις, το θέμα δεν είναι χρονικό, αλλά εσωτερικό. Δε χρειάζονται περισσότερα από δυο λεπτά για να στείλεις ένα μήνυμα στο φιλαράκι σου ρωτώντας τον πώς πέρασε τη μέρα του (εκτός αν είσαι η θεία μου η Μερόπη με 10 βαθμούς πρεσβυωπία). Ούτε χρειάζονται τόνοι δευτερολέπτων για να πάρεις μια σφικτή αγκαλιά τον σύντροφό σου πριν κοιμηθεί. Επιθυμία χρειάζεται η οποία γεννιέται από την ανάγκη και την ικανότητα ψυχικού δεσίματος. Οι παράλογες απαιτήσεις της εποχής μας, μάς γεμίζουν με φόβους κι ανασφάλειες οι οποίες έχουν μπασταρδέψει τόσο πολύ τις πραγματικές μας ανάγκες που μάς οχύρωσαν συναισθηματικά αποτρέποντάς μας από ουσιαστική σύνδεση. Κι έτσι καταλήξαμε μηχανές – έρμαια της κοινωνικής πλάνης.

Θα ’θελα να ’ξερα γιατί μας τρομάζει τόσο η ανακάλυψη της τεχνητής νοημοσύνης. Κι εμείς με τσιπ δε λειτουργούμε; Πότε ένιωσες για τελευταία φόρα; Πότε λαχτάρησες έναν έρωτα αυθεντικό κι ατόφιο; Από πότε έχεις να γελάσεις με την ψυχή σου; Κι, αλήθεια, έχεις αφεθεί ποτέ σου;

Και κάπως έτσι έπεσε η ανθρώπινη σύνδεση. Το μοίρασμα εμπειριών δεν πιάνει πλέον σήμα και το αίσθημα του ανήκειν έχει για τα καλά αντικατασταθεί από το αίσθημα του γίνειν. Γίνε κι εσύ λοιπόν -όμορφος, πλούσιος, επιτυχημένος- να δούμε τι θα καταλάβεις. Είτε, πάλι, κρατάς απόσταση ασφαλείας από τους ασύνδετους και γίνεσαι εν τέλει σαν τα μούτρα τους, είτε κάνεις την παρουσία σου τόσο ορατή ώστε κανείς να μην μπορεί ν’ αντισταθεί στο μεγαλείο της συνένωσης, ίσως και να μπορείς και καλύτερα απ’ αυτό. Ας γίνουν εκείνοι σαν τα δικά σου μούτρα. Ας μείνουμε αιώνια κι αμετάκλητα συνδεδεμένοι.

Συντάκτης: Κύπριδα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου