Η μαμά κι ο μπαμπάς μαζί με τα παραμύθια του κακού λύκου, θυμάσαι πάντα να λένε κάτι που ακόμα δεν έχεις καταλάβει. Δεν το ‘λεγαν διστακτικά, ούτε με ντροπή, ήταν ξεκάθαρο και σίγουρο ότι η αγάπη πονάει γι’ αυτούς. Πολύ περίεργο να πονάει, ενώ αγαπάει, σκεφτόσουν. Όσο κι αν απορούσες εσύ, εκείνοι δε σταμάτησαν να σε προετοιμάζουν μ’ αυτό το τσιτάτο.

Τώρα που μιλήσαμε για το ρόλο των γονέων, συνειδητοποιείς κάποιες στιγμές, πως η αγάπη που σου ‘διναν ήταν περίεργη, σαν να σου ‘καναν άθελά τους κάποια ψυχική θλάση κι αμέσως μετά κλαίγοντας, σε γέμιζαν επιδέσμους. Ανιδιοτελής ήταν πάντα η αγάπη τους, αλλά καμιά φορά λίγο σε πονούσε, σε περιόριζε. Κι όταν ζητούσες εξηγήσεις γιατί να σε πονούν, η απάντηση ήταν γιατί δεν έμαθαν να παίρνουν αγάπη απ’ τους δικούς τους γονείς και σαν γενική αλήθεια, αυτό το γεγονός το ανέχτηκες και το αποδέχτηκες.

Τα χρόνια πέρασαν κι έκανες πολλούς φίλους, εκ των οποίων έμειναν μετά βίας αν μετρήσεις, περίπου δύο. Κάποιοι σε πρόδωσαν, άλλοι σε πλήγωσαν, κάποιους άλλους τους πλήγωσες κι εσύ, δεν υπήρξες τέλειος. Εκ των υστέρων βέβαια κατάλαβες πόσο τους έβλαψες, αλλά τους είχες ήδη χάσει. Αυτό που ‘λεγες πάντα στον εαυτό σου είναι πως το πάθος, δηλαδή ο πόνος ετυμολογικά, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αγάπη, κι έτσι καθησυχαζόσουν.

Το παιχνίδι μετά πέρασε στα χέρια ενός έρωτα. Ένας έρωτας που πάντα σ’ άφηνε μ’ ερωτηματικά στο μυαλό και γάζες στην ψυχή. Αμοιβαία αγάπη ήταν ο άξονάς σας, αλλά είχε κάτι υποτείνουσες που γρατζουνιζόσασταν καμιά φορά. Ξύνατε κι οι δυο τις γωνίες σας, να μην τραυματίσουν περαιτέρω, αλλά η λείανσή τους ήταν κομματάκι δύσκολο. Οπότε έμεινες να παρατηρείς την πορεία αυτής της αγάπης.

Πού πάει να σε βάλει, σκεφτόσουν. Χαρτόκουτο είναι, πλαστική σακούλα σκουπιδιών, συρτάρι; Κάπου στριμωγμένα ήσουν πάντως. Γιατί σε πονάει έτσι; Α! Γιατί σ’ αγαπάει ρε χαζό. Δεν είναι έτσι η αγάπη, σκεφτόσουν πάλι. Ή μήπως είναι; Ούτε εσύ ξέρεις, έχεις μπερδευτεί. Ναι αλλά πονάς, δεν μπορείς να περπατήσεις, γέμισες πληγές απ’ το τσαλάκωμα. Κοιτάς λίγο καλύτερα και βλέπεις και στον άλλον μελανιές, σχεδόν παρόμοιες με τις δικές σου. Εσύ όμως ξέρεις καλά πόση αγάπη νιώθεις. Άρα, αγαπιόσαστε και δε σηκώνεις κουβέντα.

Να σε ρωτήσω όμως κάτι; Δοκίμασες να χαϊδέψεις αντί να κλοτσάς; Όχι μετά τη μελανιά στο πόδι, ούτε πριν. Μόνο να χαϊδέψεις. Ν’ αφήσεις τα δάχτυλά σου ν’ ακουμπήσουν λίγο τα σπλάχνα που έχουν ρημάξει απ’ τις σφαλιάρες. Δοκίμασες ποτέ ν’ αγαπήσεις με μια αγάπη δημοτικού, καθαρή κι αγνή; Να προσπαθήσεις μια φορά να πας ενάντια στην πληγή που τσούζει κι αντί να ρίξεις οξυζενέ να την καθαρίσεις, να την καλύψεις στοργικά με βαμβάκι;

Εντάξει πληγώθηκες, σ’ έκαναν στόχο χτυπημάτων οι σκοπευτές γύρω σου. Οικογένεια, φίλοι, γκόμενοι, γνωστοί, όλοι. Έμαθες να πληγώνεις, να πονάς, ν’ απογοητεύεις, παρ’ ότι εσύ νόμιζες πως δίνεις αγάπη. Όχι, δεν αγαπούσες. Κτητικότητα κι ανασφάλεια ένιωθες. Ανασφάλεια εγκατάλειψης κι αγαπούσες πονώντας για να προκαλέσεις εξάρτηση. Η εξάρτηση, όμως, δεν είχε ποτέ θετικό πρόσημο. Να καταστρέφεις αποσκοπούσες, γιατί κι εσύ λεηλατημένος ένιωθες, ήταν οικείο το αίσθημα της καταστροφής. Κι όταν δεν την είχες, την αποζητούσες, την κυνηγούσες, μην τυχόν και ξεμάθεις απ’ τα χαστούκια.

Μέχρι που ξαφνικά μια μέρα, έτσι γεμάτος λάσπες ξαπλωμένος κάτω απ’ τη λεηλασία και την καπηλεία της παιδικής αγάπης που κάπου κρύβεις, έρχεται ένας άνθρωπος με φρεσκοπλυμένα χέρια και σου δίνει καθαρά ρούχα. Ναι, άχρηστα είναι τα καθαρά ρούχα, αφού πάλι θα λερωθείς, λες. Γυρνάς το κεφάλι και συνεχίζεις να φτύνεις τα καθαρά χέρια. Κι αυτά αντί να σε χτυπήσουν όπως περιμένεις, έρχονται απ’ την άλλη κι αρχίζουν να σ’ αγκαλιάζουν. Έβγαλες, εννοείται, τα δόντια σου να τα δαγκώσεις και να τα κατασπαράξεις. Περίμενε, όμως, λίγο. Αν αυτά τα χέρια δεν ξέρουν πώς να κλείσουν για να σχηματίσουν μπουνιά, αν δεν ξέρουν τι θόρυβο θα κάνουν αν σε χτυπήσουν με δύναμη, γιατί να τα μάθεις εσύ;

Γιατί δεν αφήνεις εκείνα τα χέρια να σε μάθουν πώς κρατιέται στην παλάμη άλλο ένα χέρι, πώς να σπρώχνουν το τζάμι όταν κρυώνεις, πώς να σου ανάβουν το τσιγάρο όταν δεν ξέρεις ούτε ο ίδιος αν είσαι καπνιστής. Πώς να σ’ εμποδίζουν όταν γράφεις για πληγές και τραύματα στα βιβλία σου και να σου μουντζουρώνουν με φωσφοριζέ μαρκαδόρους όλα αυτά τα βιβλία και μαζί και τη λίστα του σούπερ μάρκετ που καθαρόγραψες, γιατί η αγάπη που θα σου δώσουν θα ‘ναι πολύ πιο σούπερ, που δε θα χωράει σε καλαθάκια, καρότσια λαϊκής και λίστες.

Τ’ ότι πληγώθηκες και ξέρεις με μαεστρία να πληγώνεις σημαίνει ότι και κάποιος άλλος που αγαπήθηκε ξέρει το ίδιο καλά ν’ αγαπάει. Εσύ, γιατί συνεχίζεις να ζητάς πληγές; Δεν είναι λαγνεία, είναι τραύμα πάνω στην ήδη υπάρχουσα πληγή αυτή σου η εμμονή. Μην προσποιείσαι ότι είσαι αρτιμελής, τα πόδια σου είναι ανίκανα να περπατήσουν, κουτσαίνουν και τα χέρια σου ανήμπορα ν’ ανοίξουν. Κράτα τον ώμο κάποιου, αν δε γουστάρεις πατερίτσες. Κρατήσου από τοίχους. Κάποιος μπορεί να σηκώνει οικοδομές ολόκληρες για να βρεις τοίχο να στηριχτείς.

Πώς τολμάς ακόμα να μιλάς για πληγές, όταν ο τραυματιοφορέας ήταν σε κώμα πριν σου δώσει τις πρώτες βοήθειες; Μόνο ο πληγωμένος πληγώνει και μόνο ο τυχερός έχει αγαπηθεί. Τώρα αν τύχει να επουλωθεί το κάπαλο, θα ‘χει αγαπηθεί κι η ουλή. Διπλό κατόρθωμα μια ζεστή χειραψία στα φρεσκοπλυμένα χέρια, αγκαλιά στον καθρέφτη, γιατί μαζί καταφέρατε ν’ αγαπήσετε τις πληγές κι όχι το αιμάτωμα. Σιδερένιοι να ‘μαστε!

 

Επιμέλεια Κειμένου Μένιας Ντελαβέγκα: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Μένια Ντελαβέγκα