Εννοείται, χαζή δε μ’ έχεις, έβαλα αυτόν τον τίτλο για να τραβήξω λίγο την προσοχή σου, που κάθε άλλο παρά μόνο σε ‘σένα δε δίνεται. Μα και πώς να δοθεί θα με ρωτήσεις τώρα, όταν σε στραγγίζουν όλοι οι άλλοι ή και στραγγαλίζουν ενίοτε.
Μια στιγμή όμως, στράγγιξες εσύ ποτέ κανένα δάκρυ σου σε κανέναν ώμο και δεν το θυμάσαι; Όχι, εκεί το είχες τελευταία φορά πάλι. Στο μάγουλό σου απλωμένο να στεγνώνει με τις ώρες απ’ την κουφόβρασή σου, «συνηθισμένα είναι να μουλιάζουν» λες και τεντώνεις υπεροπτικά το νωπό σου μανικάκι.

Όμως παρακάτω, τι; Α, ναι ξέχασα. Σε χρειάζεται η φίλη σου που είχε έναν σύντροφο λίγο παραπάνω κοινόχρηστο κι απ’ τα έξοδα της πολυκατοικίας. Ωχ, κι η αδερφή σου χρειάζεται έμβασμα για τη δόση του αυτοκινήτου. Μισό λεπτό με συγχωρείς, έχεις τηλέφωνο απ’ τη μητέρα σου. Αλλά δε γίνεται ν’ απαντήσεις είσαι στο γραφείο Κυριακάτικα γιατί καλύπτεις το συνάδελφο επειδή είχε μια οικογενειακή υποχρέωση σήμερα, γαμώτο.

Την ψυχούλα σου, την καταχωνιασμένη σκέφτηκες να την αιματώσεις επιτέλους; Όχι να τη ματώσεις. Παράκουσες και παρέλειψες δυο γράμματα -σε χρόνο κατάθλιψης που είναι γρηγορότερος του χρόνου dt- όχι απ’ αυτά τα γράμματα που γράφεις σ’ εκείνον που σ’ εγκατέλειψε πριν κοιμηθείς, τ’ άλλα της αλφαβήτου. Καλέ, αυτά που χρησιμοποιείς για να συντάξεις λέξεις και προτάσεις. Περίμενε, μη με παρεξηγήσεις. Δεν εννοώ πρόταση γάμου. Σίγουρα όχι. Αλλά και ποιος να σου κάνει εσένα άλλωστε; Άφησες κανέναν άνθρωπο να σ’ αγαπήσει; Αφού ούτε εσύ δεν έχεις συστηθεί ακόμα στον εαυτό σου. Απλώνεις χέρι, λες όνομα, βάζεις ένα αποξηραμένο «χαίρω πολύ» και συναρμολογείς μειδίαμα χαμόγελου, τόσο βιαστικά και πλασματικά ρε πουλάκι μου που γυρνάς το κεφάλι και ψάχνεις την ταυτότητά σου μέσα στην τσάντα που σου ‘κανε δώρο ο «για όλες τις χρήσεις».

Αφού το γνωρίζουμε καλά όμως πως βαρέθηκες να ‘χεις το ρόλο της γόπας στα τασάκια των φίλων σου, γιατί δεν κλοτσάς; Γιατί δε μιλάς; Θα σου απονέμει κανείς βραβείο νομίζεις, μεγαλύτερης διάρκειας φίλτρου στο τσιγάρο της παρηγοριάς; Δε θέλω να νομίζεις πως σε υποτιμώ, να σε σπρώξω θέλω και καρφί δε μου καίγεται αν θα σου κάνω μελανιά, σίγουρα όμως, ίσως γλιτώσεις το αιμάτωμα. Ξύπνα λοιπόν και άκου τη συνέχεια που ειναι παιχνιδάκι για ‘σένα που συνήθισες να ‘σαι καλόγερος που κρεμιούνται πάνω σου οι πάντες.

Άναψε θερμοσίφωνο, γδύσου, τρέχα στη ντουζιέρα, μούλιασε μέχρι να να αλλοιωθεί το δαχτυλικό σου αποτύπωμα. Άσε τους ατμούς του μέσα σου να ποτίσουν τα πλακάκια κάτσε ‘κει και πνίξου στον υδρατμό σου. Το δικό σου, το δικό τους, αυτόν που κουβαλάς στο πετσί σου τέλος πάντων, ένα μείγμα PΗ των δικών σου και των άλλων υδρατμών που συσσωρεύτηκαν μέσα σου. Σπάσε τον κεντρικό σωλήνα, τρίψου καλά με την πετσέτα. Πρόσεχε μόνο σε παρακαλώ να μη γλιστρήσεις τώρα. Περίμενε φτάνουμε στο τέλος της διαδικασίας. Κοίταξε τον καθρέφτη και σβήσε απ’ την πάχνη του καυτού νερού που έκανες τη λέξη «θύμα», άπλωσε το χέρι σου με μένος για όσα εξατμίστηκαν απ’ το δέρμα σου, σπάσε και το νύχι σου απ’ τη δύναμη αν χρειαστεί, και συστήσου υπεύθυνα και δυνατά, δείχνοντας ένα δείγμα σεβασμού στο εγώ σου, που χρόνια τ’ οφείλεις.

«Χαίρω πολύ, εγώ είμαι» πες ηρωϊκά να σε χαρώ.

Eπιμέλεια Κειμένου Μένιας Ντελαβέγκα: Κατερίνα Κεχαγιά.

Συντάκτης: Μένια Ντελαβέγκα