Έπρεπε να το είχα δει εδώ και καιρό. Υπήρχαν όλα τα σημάδια κι εγώ εθελοτυφλούσα. Ή μάλλον για να το πω πιο σωστά δεν ήθελα να το δω. Να δω τι άλλωστε; Πως φεύγεις; Πως έχεις ήδη φτάσει στην πόρτα; Πως οριακά δεν την έχεις ανοίξει ακόμα; Αλήθεια, τι σε κράταγε από το να φύγεις νωρίτερα;

Μήπως δεν ήσουν ποτέ εδώ εν τέλει κι εγώ χρωμάτιζα τα πράγματα όπως ήθελα και με βόλευε; Μάλλον αυτό ήταν, αλλά ούτε αυτό είχα τα κότσια να κοιτάξω. Αρνούμουν πεισματικά να αντικρίσω την αλήθεια κατά πρόσωπο γιατί η άτιμη με πονούσε πολύ˙ ακόμη με πονάει. Μέχρι που ήρθε εκείνο το βράδυ. Εκείνο το βράδυ που όλα τελείωσαν, έστω κι αν άργησα να το καταλάβω, κι εγώ απόμεινα πίσω να κοιτάζω τα συντρίμμια μιας ελπίδας που δεν ήρθε ποτέ.

Είχαμε περάσει παρέα το βράδυ μας, όπως τόσα και τόσα άλλα. Ήσουν σε καλή διάθεση κι αυτό φαινόταν. Γελούσες, μιλούσες, περνούσες καλά μαζί μου. Όταν ήρθε η ώρα να φύγεις, μ’ αγκάλιασες όπως κάθε βράδυ, με φίλησες όπως πάντα, με κοίταξες στα μάτια και μου είπες «μιλάμε αύριο». Κι έφυγες. Κανείς δε με είχε προετοιμάσει όμως πως αυτό θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα άκουγα από σένα.

Το αύριο ήρθε, χωρίς όμως να φέρει κι εσένα μαζί του. Κι ύστερα αυτό το «αύριο» έγινε «χτες» κι ύστερα πέρασαν οι μέρες κι έγιναν βδομάδες κι οι βδομάδες μήνες. Κι εσύ ακόμα μου χρωστάς ένα αύριο. Ένα αύριο που δεν ήρθε τελικά ποτέ του. Κι έμεινα πίσω να περιμένω ένα αύριο που δε λέει να ξημερώσει.

Δεν ξέρω αν το προγραμμάτιζες καιρό ή εάν ήταν παρόρμηση της στιγμής, από εκείνη όμως τη στιγμή, λες και χάθηκες από προσώπου γης. Δεν απαντούσες στα τηλέφωνα, αγνοούσες τα μηνύματα κι έφυγες από τη ζωή μου -εάν υπήρξες τελικά ποτέ σου- κι έγινες ένας ξένος, ένας άγνωστος, άλλος ένας από τους χιλιάδες που συναντάς στο δρόμο κάθε μέρα αλλά ποτέ δε θα συναντήσεις ξανά. Οι φίλοι με ενημέρωσαν πως είσαι καλά. Εσύ ήσουν καλά κι εγώ… άσ’ το.

Γίναμε τελικά δύο ξένοι, δύο τυχαίοι που κάπου βρέθηκαν, πέρασαν λίγο χρόνο μαζί κι ύστερα οι πορείες τους συνέχισαν προς διαφορετική κατεύθυνση. Δε με πείραξε που έφυγες, όχι. Δηλαδή με πείραξε, αλλά όχι όσο νομίζεις. Άλλωστε, ούτε κι εμένα μου αξίζει κάποιος που δε νιώθει τα ίδια που νιώθω εγώ για ‘κείνον. Με πείραξε ο τρόπος που αποφάσισες να ρίξεις την αυλαία. Χωρίς χειροκρότημα, χωρίς να καταλάβουν οι συμπρωταγωνιστές σου πως το έργο κατέβηκε, χωρίς καν να ενημερώσεις τους θεατές πως η παράσταση δε θα συνεχιστεί. Και με άφησες να στέκομαι επάνω στο σανίδι, με όλα τα φώτα στραμμένα επάνω μου, για την επόμενη πράξη του έργου μας. Άφησες το κοινό και την πρωταγωνίστρια σε μια αιώνια αναμονή, να περιμένουν την επόμενη ατάκα σου για να συνεχιστεί η πλοκή. Ατάκα που έμεινε μετέωρη σε ένα «αύριο».

Δεν ήσουν μόνος σ’ όλο αυτό. Υπήρχα κι εγώ κι αν δεν υπήρχα μέσα σου, αν δεν είχα μια σημαντική θέση στη ζωή και την καθημερινότητά σου, είχα τουλάχιστον ένα ρόλο. Ήμουν εκεί κι όφειλες μια εξήγηση, μια λέξη, μια κουβέντα. Κι ας μην είχε δικαιολογία ή λόγο για την πράξη σου αυτή. Ας ήταν ένα απλό «τέλος», όπως στις ταινίες. Ένα «φεύγω», λιτό κι απέριττο, ένα «ως εδώ ήταν». Μια απλή κουβέντα που να σημάνει τη λήξη μας. Αυτό με πόνεσε πιο πολύ.

Κι έμεινα πίσω, να περιμένω ένα αύριο που δε θα έρθει ποτέ. Δε σε κατηγορώ που έφυγες˙ σε κατηγορώ που μου έταξες κάτι και δε θα φύγω από εδώ μέχρι να μου δώσεις αυτό που μου χρωστάς. Γιατί μου χρωστάς ένα αύριο.

 

Συντάκτης: Ελίνα Μυζίθρα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου