Εδώ κι ώρα σε βλέπω να κοιμάσαι δίπλα μου. Η ανάσα σου είναι ήρεμη κι ο ύπνος σου γαλήνιος. Δεν είναι η πρώτη φορά που σε βλέπω να κοιμάσαι έτσι, αλλά έδωσα μεγάλη μάχη για αυτή σου την ηρεμία και δε θέλω να χάσω ούτε στιγμή απ’ τον θρίαμβό μου. Πάλεψα για να εδραιώσω τη θέση μου στη ζωή σου και να σε κάνω να μη φοβάσαι. Και να που τελικά νίκησα.

Δεν ήσουν έτσι. Απ’ την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα, είδα στα μάτια σου τον φόβο. Ένα φόβο που άλλοι δημιούργησαν και που σε έκανε να χάσεις την πίστη και την εμπιστοσύνη σου στις σχέσεις. Την πρώτη φορά που σου άγγιξα το χέρι νιώσαμε κι οι δύο τον ηλεκτρισμό ανάμεσά μας, εμένα όμως με ξύπνησε απ’ τον λήθαργό μου, ενώ εσένα σου ξύπνησε μνήμες. Μνήμες από στιγμές που σε πόνεσαν κι από πληγές που ακόμα αιμορραγούσαν.

Είχες περάσει πολλά μέχρι τη στιγμή που σε συνάντησα. Μου μίλησες για αυτά σε στιγμές που ένιωθες ευάλωτος, χαλαρωμένος απ’ το κρασί και τον έρωτα, που, μάταια, προσπαθούσες να κρατηθείς μακριά του. Μου είπες για εκείνες που πέρασαν από δίπλα σου ίσα-ίσα για να σε διαλύσουν, για τις προδοσίες και για τα πισώπλατα μαχαιρώματα από άτομα που έδειξες τυφλή εμπιστοσύνη. Κι ύστερα κλεινόσουν ξανά στον πύργο σου, ένας πρίγκιπας που διαλέγει τη μοναξιά απ’ το ρίσκο της ευτυχίας.

«Ήρθες αργά» μου είπες ένα βράδυ ελαφρώς μεθυσμένος. «Είμαι σπασμένος πια, χίλια κομμάτια που δεν μπορείς να ενώσεις. Μη χάνεις τον χρόνο σου μαζί μου. Δεν ωφελεί. Θα σε κάνω σαν τα μούτρα μου και δε σου αξίζει να έχεις τη δική μου μοίρα.» Γέλασα, σε πήρα αγκαλιά και σε άφησα να κοιμηθείς έναν ακόμα ανήσυχο ύπνο γεμάτο εφιάλτες. «Όχι, δεν είναι έτσι» σκέφτηκα και πήρα τη χρυσή μου κόλλα.

Δεν ξέρω αν το ξέρεις, αλλά στην Ιαπωνία όταν κάτι είναι σπασμένο δεν το πετάνε. Αντιθέτως, το επισκευάζουν και μάλιστα με χρυσή κόλλα. Αυτό δείχνει για πάντα την άτυχη στιγμή που κάτι ράγισε, το αντικείμενο είναι όμως το ίδιο λειτουργικό και χρηστικό όπως στην αρχή. Κι ο χρυσός λάμπει και δίνει άλλη αξία στον ίδιο το αντικείμενο∙  το κάνει πολύτιμο. Έτσι κι η καρδιά. Μπορεί να ‘ναι γεμάτη ρωγμές, αλλά όταν βάλεις πολλή χρυσή κόλλα, αγάπη δηλαδή, γίνεται κι η ίδια ατόφιο χρυσάφι.

Δεν ήταν εύκολο. Πολλές φορές προσπάθησα να σε κάνω να χαλαρώσεις και να δεχτείς το χάδι μου, αλλά εσύ σε κάθε εκδήλωση αγάπης και τρυφερότητας το έβαζες στα πόδια και κρυβόσουν ξανά πίσω στο κάστρο σου. Δεν το έβαλα κάτω όμως. Πολέμησα με τους δράκους απ’ τους εφιάλτες σου πολλές φορές, έπρεπε να περάσω τάφρους, επικίνδυνα δάση και βαριά τείχη, που εσύ ο ίδιος έβαζες ανάμεσά μας, για να βρεθώ κοντά σου και μόλις σου άπλωνα το χέρι, εσύ έτρεχες πάλι μακριά.

Κι ήρθε εκείνη η μέρα, η μέρα που άνοιξες τα μάτια σου και με είδες, μας είδες, να κοιμόμαστε αγκαλιά, εσύ να έχεις τυλιχτεί επάνω μου κι εγώ όχι μόνο να μη σε σπρώχνω στη μεριά σου αλλά αντιθέτως να σε κρατάω σφιχτά. Και τότε το κατάλαβες. Κατάλαβες που όχι μόνο δεν είχα έρθει στη ζωή σου για να σε σπάσω χειρότερα, αλλά, αντιθέτως, κάθε φορά που εσύ κοιμόσουν δίπλα μου, όσο πάλευες με τους δαίμονές σου, εγώ κι η χρυσή μου κόλλα ενώναμε ένα-ένα τα σπασμένα κομματάκια σου, με πολλή προσοχή και φροντίδα. Κι εκείνο που σε ξύπνησε εκείνο το πρωί ήταν η λάμψη μιας καρδιάς από ατόφιο χρυσάφι που λαμπύριζε στο πρώτο φως του ήλιου.

Από τότε έπαψες να φοβάσαι και στα μάτια σου για πρώτη φορά είδα ελπίδα και κάτι από ευτυχία. Μια ευτυχία ικανή να διώξει για πάντα τους δράκους του παραμυθιού, να γκρεμίσει όλα τα τείχη και να ανοίξει τους δρόμους προς την καρδιά σου. Τελικά, όσοι πιστεύουν πως ο χρυσός δε φέρνει την ευτυχία κάνουν μεγάλο λάθος. Μια χρυσή κολλά είναι αρκετή για να σε κάνει τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο σε ολόκληρο το βασίλειο.

Συντάκτης: Ελίνα Μυζίθρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη