«Μα γιατί το κάνεις έτσι, δε βλέπεις την αδερφή σου/τον αδελφό σου πώς το κάνει;» Σε κάθε οικογένεια που υπάρχουν δύο, τρία ή και περισσότερα παιδιά, αυτή η έκφραση είναι ψωμοτύρι στα χείλη των γονέων. Κι έχει μάλιστα κι ένα τεράστιο εύρος εφαρμογής, είτε αφορά το διάβασμα, τη βοήθεια στις δουλειές του σπιτιού, τις επιλογές, το ντύσιμο και τη γενικότερη συμπεριφορά του κάθε παιδιού.

Το φύλο ή η ηλικία δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο, μιας και για τους γονείς όλα τους τα παιδιά θα πρέπει να ακολουθούν τους ίδιους κανόνες, το ίδιο πρόγραμμα, να ‘χουν την ίδια συμπεριφορά που αρμόζει ανά περίπτωση και γενικότερα το ένα να μιμείται το άλλο σε κάθε σωστή –κατά τους γονείς πάντα– ενέργεια και πράξη. Αυτό που λείπει, όμως, απ’ την εξίσωση είναι πως τα παιδιά δεν είναι ούτε ρομπότ ούτε και κλώνοι το ένα του άλλου, οπότε εκ των πραγμάτων δε γίνεται να ‘ναι σε όλα ίδια.

Λάθη που κάνουν συχνά οι γονείς κι εντείνουν τις εντάσεις ανάμεσα στα αδέρφια είναι, μεταξύ άλλων, να διαλέγουν πλευρά και να υπερασπίζονται ένα απ’ τα δύο σε έναν καβγά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά να μη διδάσκονται τον τρόπο με τον οποίο θα επιλύσουν μια διαφωνία, μιας και μέσα από ένα φαινομενικά αθώο τσακωμό για ένα παιχνίδι ή μια μπλούζα, το παιδί μαθαίνει την τεχνική του πώς θα αναπτύξει την πειθώ και πώς θα διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Με ένα γονέα-δικαστή, χώρια του ότι το ευνοημένο παιδί δε χτίζει αυτοπεποίθηση, αλλά αντιθέτως μαθαίνει να στηρίζεται σε πλάτες άλλων για όσα θέλει, είτε τα δικαιούται είτε όχι, το αδικημένο παιδί νιώθει μειονεκτικά. Ειδικά σε περιπτώσεις που έχει δίκιο, μαθαίνει από μικρή ηλικία πως σημασία στη ζωή δεν έχει το αν έχεις δίκιο ή ποιο είναι το σωστό, αλλά ποιος έχει το μεγάλο μέσο και τις ισχυρές πλάτες για να πάρει αυτό που θέλει. Μάθημα που δυστυχώς θα το κουβαλάει σε όλη του τη ζωή.

Επιπλέον, όταν συγκρίνεις δύο παιδιά, προκαλείς –έστω κι άθελά σου– το φαινόμενο της «αυτοεκπληρούμενης προφητείας». Οι ψυχολόγοι κι οι ερευνητές έχουν ανακαλύψει πως αν θεωρείς πως το παιδί σου είναι, για παράδειγμα, τεμπέλης γιατί δε διαβάζει, υποσυνείδητα προκαλείς το παιδί να γίνει τεμπέλης. Κάτι σαν το «ό,τι δηλώσεις, είσαι». «Αφού, λοιπόν, ο γονέας μου, το άτομο που με αγαπά όσο τίποτα με βλέπει σαν τεμπέλη, μήπως τελικά είμαι;» Κι αυτόματα υιοθετεί αυτό το χαρακτηριστικό. Ξεχνάμε, όμως, την πιθανότητα το παιδί να ‘χει μια μαθησιακή δυσκολία, να περνάει μια φάση που ζορίζεται ή απλά να ‘χει μια διαφορετική κλίση κι ένα ταλέντο σε κάτι διαφορετικό.

Ένα παιδί που νιώθει να υστερεί σε σχέση με τα αδέρφια του, μεγαλώνοντας νιώθει πως δεν αξίζει τίποτα∙ και κουβαλά αυτή την υποτίμηση στις φιλικές του σχέσεις, στις ερωτικές, στη δουλειά του. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση κι αυτοπεποίθηση, σε συνδυασμό με μια θλίψη και μια αίσθηση ματαίωσης και κενού είναι μόνο μερικά απ’ τα πολλά τραύματα που μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια πρακτική, που αντί να δίνει κίνητρο, απογοητεύει.

Μια άλλη μορφή έκφρασης κι εκτόνωσης μιας τέτοιας συμπεριφοράς είναι, ας την πούμε, η εκδίκηση προς τους γονείς. Αντιδραστικός χαρακτήρας, αρνητική συμπεριφορά, ακόμα και σε σημείο παράνομων πράξεων, χρήση ουσιών ή παραβατικού τρόπου ζωής. Με λίγα λόγια, καταστρέφεις το ίδιο σου το παιδί, απλά και μόνο γιατί όσο μεγάλωνε δεν το υποστήριξες έναντι κάποιου άλλου, πόσο μάλλον του ίδιου του του αδερφού.

Ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα, τα ίδια τα αδέρφια παύουν να ‘χουν το ισχυρό δέσιμο που αρμόζει σε μια τέτοια σχέση. Η αδερφική αγάπη, ο αλληλοσεβασμός, η εκτίμηση, ο θαυμασμός που θα ‘πρεπε να τρέφει το ένα για το άλλο, δίνουν τη θέση τους στον ανταγωνισμό, στη ζήλια και σε ακραίες περιπτώσεις καταλήγουν σε σχέσεις μίσους. Ίσως για κάποια χρόνια να ‘χουν τυπικές επαφές, για όσο χρονικό διάστημα δεν έχουν άλλη επιλογή, και με το θάνατο των γονέων να μην ξαναμιλήσουν, ίσως και ποτέ.

Οι γονείς δε θα πρέπει για κανένα λόγο να ξεχνάνε ποτέ και θα πρέπει να ‘ναι ευαγγέλιο από την πρώτη ημέρα που το πρωτότοκό τους αποκτά αδερφάκι, πως το κάθε παιδί έχει την προσωπικότητά του και τον δικό του μοναδικό χαρακτήρα. Κι ως διαφορετικοί χαρακτήρες θα κάνουν διαφορετικά τα πράγματα, θα συμπεριφέρονται διαφορετικά και θα μεγαλώνοντας θα γίνουν δύο διαφορετικοί άνθρωποι. Εκείνοι απ’ την πλευρά τους θα πρέπει να στηρίζουν και να επικροτούν τη διαφορετικότητά τους. Το κάθε παιδί έχει τα δικά του χαρίσματα, τα δικά του ταλέντα και τον δικό του τρόπο σκέψης, που δε συγκρίνονται.

Είναι σαν δύο γλάστρες∙ η μία έχει ένα πανέμορφο τριαντάφυλλο ενώ η δεύτερη έναν μυρωδάτο βασιλικό. Δεν μπορείς να ‘χεις τις ίδιες απαιτήσεις από τα δύο φυτά. Και τα δύο, όμως, χρειάζονται τη δική σου φροντίδα για να μεγαλώσουν. Γι’ αυτό κι εσύ οφείλεις να τα φροντίζεις και να τα περιποιείσαι σύμφωνα με τις δικές τους μοναδικές ανάγκες κι εκείνα θα ανθίσουν και θα σε ανταμείψουν αναλόγως.

Συντάκτης: Ελίνα Μυζίθρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη