Ο νικητής είναι μόνος, γράφει ο Coelho. Κι εσύ αρνιόσουν, διάβαζες αυτόν τον τίτλο και στράβωνες, έλεγες πως δε γίνεται να είναι μόνος ο νικητής αφού “the winner takes it all”. Κι όμως, μόνος είναι ο νικητής. Ξεκινάει μόνος και καταλήγει μόνος. Έκλαψε, κουράστηκε, ταπεινώθηκε, έπεσε, σηκώθηκε, για να καταλήξει μόνος του. Και μόνος ακούραστος συνοδοιπόρος είναι ο εαυτός του. Ο ωραίος εαυτός του, ο «Πάμε ρε; Πάμε!» εαυτός του.

Νικητής λοιπόν, σημαίνει πως κάποια στιγμή στη ζωή σου, σε αυτή την άχαρη συνθήκη για την οποία δε σου δίνει κανείς εγχειρίδιο, καλείσαι να πάρεις ορισμένες αποφάσεις. Κι αυτές οι αποφάσεις αφορούν εσένα και μόνο εσένα. Και αυτές οι ίδιες αποφάσεις πολλές φορές σημαίνουν να αφήσεις κόσμο πίσω σου. Ακόμα και όσους κάποια στιγμή ήταν ο κόσμος σου- ή έστω έτσι θεωρούσες. Ίσως κληθείς και να αποχαιρετήσεις κομμάτια του ίδιου του εαυτού του. Ξέρεις, αυτά που σου χαϊδεύουν τα αφτιά συχνότερα κι από συχνά, αυτά που σε γεμίζουν ενοχές, αυτά που σου βάζουν τρικλοποδιές σε κάθε ευκαιρία. Αυτά τα ίδια που ακόμα και να τα απορρίψεις εσύ για εσένα, τα ψάχνεις στους άλλους.

Τώρα θα μου πεις, «ωραία, πάμε στο δια ταύτα» και θα σου πω ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για απλά μαθηματικά, όσο σκληρό και να ακούγεται αυτό. Έτσι δε μετράς τις σχέσεις ώρες-ώρες; Ειδικά εκείνες τις ώρες που είσαι κουρασμένος, που δεν έχεις κουράγιο να κάνεις υπομονή, που δεν έχεις άλλη όρεξη να δείξεις κατανόηση. Τι δίνεις; Τι παίρνεις; Μετράς τα ρέστα σου, τα ρέστα του άλλου- τι έκανε τι δεν έκανε, τι είπε τι δεν είπε. Κι αν βγουν σωστά τα νούμερα κι υπέρ σου, κάτι κερδίζεις, αν πάλι όχι, να σου πάλι να περιμένεις τη ρεβάνς.

Και θα έρθει και ο αντίλογος και πολύ σωστά θα κάνει και θα πει «κι εγώ ρε φιλενάδα που θεωρώ ότι έχω δώσει πόνο, αλλά δε νιώθω νικητής τι φταίει;» Και θα σου πει και η φιλενάδα πως είναι κι αυτό μέρος της μεγαλύτερης εικόνας, θα το δουλέψεις μέσα σου κι αυτό και θα μάθεις να δίνεις όσο αντέχεις χωρίς να ρίχνεις τον εαυτό σου στην πορεία, μέχρι, την επόμενη φορά, να κρατήσεις και για εσένα κάτι, χωρίς να περιμένεις τους σωτήρες-άλλους.

Είμαστε έτοιμοι να αποδώσουμε κατευθείαν την ευθύνη στον άλλον -δε με σήκωσες, δε με βοήθησες, δε μου μίλησες όπως θέλω, δε με αγάπησες όπως καταλαβαίνω, δε ήσουν αυτό το είδωλο του εαυτού μου που ήθελα να ακολουθήσω. Μήπως στην πραγματικότητα, όλες αυτές οι ευθύνες που αποδίδουμε, όλη αυτή η άρνηση να κατανοήσουμε τις συνθήκες και τους ανθρώπους μέσα σε αυτές, προέρχεται από κακή δουλειά που έχει γίνει με το μέσα μας;

Γιατί αυτό που σου δίνεις, κακά τα ψέματα, αυτό θα πάρεις πίσω. Να μην τη φοβάσαι τη δουλειά, ειδικά αυτή που θα σε κάνει την καλύτερη έκδοση του εαυτού σου, αυτή που θα σε κάνει νικητή. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις, είναι κάθε φορά να σκέφτεσαι «θα προσπαθήσω 0,01% περισσότερο σήμερα». Κι η προσπάθεια αυτή είναι μόνο δική σου υπόθεση ως προς το περιεχόμενό της και την έντασή της.

Το ξέρεις κι εσύ, ότι είναι εύκολο να φαντασιώνεσαι πως πέφτει στο κεφάλι σου μία βαλίτσα με λεφτά-τύχη-ευτυχία μέχρι όλα σου τα προβλήματα να λυθούν δια μαγείας. Ότι ξαφνικά το πρόσωπο θα κάψει γη και θα χτενίσει ουρανό για να έρθει να σε βρει σαν κινηματογραφικό τέλος ρομαντικού δράματος, ότι θα κερδίσεις χωρίς να προσπαθήσεις ή χωρίς να ρισκάρεις. Μπορεί και να γίνει, μα πόσο να βασιστείς σε μια τέτοια πιθανότητα; Να σου γελάσει τόσο πολύ η τύχη; Και όταν σοβαρέψει πού θα βρίσκεσαι; Σε μία αναμονή, με το χέρι απλωμένο.

Πριν λοιπόν αρχίσεις τις γκρίνιες, πριν να αρχίσεις να καταριέσαι τη μαύρη τη μοίρα σου, στρέψε λίγο το βλέμμα προς τα μέσα και πες μου: “Are you gonna bark all day little dog? Or are you gonna bite?”

 

Συντάκτης: Μαρία Χριστίνα Μαγκανάρη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου