Το πρώτο πράγμα που ορέχτηκα ήταν τα γεμάτα χείλη του. Ήθελα να γευτώ τα φιλιά του τόσο πολύ που κάθε του χαμόγελο έμοιαζε να με προσκαλεί. Κάθε λέξη που σχημάτιζαν ήταν μια ακόμα απόδειξη του πόσο υπέροχα πρέπει να είναι τα φιλιά από αυτό το στόμα. Έπειτα άγγιξα το χέρι του κι αναπόφευκτα λαχτάρισα αφήσω τα σημάδια μου παράλληλα με τις γραμμώσεις ψηλά κοντά στον ώμο. Όταν επιτέλους με φίλησε με κυρίευσε ένας ακατανίκητος ίμερος να γευτώ κάθε χιλιοστό του κορμιού του κι έτσι μου ξέφυγε ένα μικρό δαγκωματάκι στο κάτω χείλος.

Την πρώτη φορά που φάγαμε μαζί, είπα πως φημολογείται ότι οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή όπως τρώνε και πέρασα λίγο χρόνο να τον κοιτάζω να απολαμβάνει κάπως λαίμαργα μα αφοσιωμένα το γεύμα του, με τη σκέψη πως έτσι θα έκανε και σε μένα. Ευελπιστούσα κι επεδίωκα να αισθάνεται κι εκείνος τα ίδια ζωώδη ένστικτα με μένα. Έτσι ζωώδης είναι ο έρωτας, τι να λέμε;

Μπορεί να μοιάζουμε πολιτισμένοι και κάπως καθωσπρέπει στα ραντεβού μας συζητώντας για κοινωνικά θέματα, για την καθημερινότητά μας, λέγοντας αστεία ο ένας στον άλλο, χαμογελώντας δήθεν αθώα, μα πίσω απ’ όλα αυτά κρύβουμε κάπως περίτεχνα τις αληθινές προθέσεις μας. Αυτό που πραγματικά προσμένουμε εναγωνίως είναι να βρεθούμε κατ’ ιδίαν με τον ερωτικό μας σύντροφο και να νιώσει η αφή κι η γεύση μας το γυμνό κορμί του άλλου. Αυτό που βλέπουμε, που ακούμε, που αγγίζουμε είναι τόσο θελκτικό που νιώθουμε σαν να δίνουμε μάχη με έναν κτηνώδη εαυτό που δεν ξέρουμε καν πως έχουμε. Ίσως κιόλας να το ομολογούσαμε με κάποια συστολή– αν φυσικά δεν ήταν τόσο προφανείς οι προθέσεις μας που δεν το άφησαν ποτέ να γίνει μυστικό.

Κι ύστερα είναι η ζήλια ως μια ολότελα κτηνώδης ύπαρξη. Μητέρα έχει την κτητικότητα και πατέρα της τον πόθο. Αν έδινε ταυτότητα στο θρήσκευμα θα έλεγε «Έρωτας» κι αντί να αναγράφει ύψος θα είχε μια συνάρτηση με τη μεταβλητή να τείνει στο άπειρο. Με αυτήν δε πας πουθενά κι όμως συχνά την κουβαλάς με περισσότερη ζέση κι απ’ το κινητό ή τα κλειδιά σου. Είναι η φωνή που ουρλιάζει στο κεφάλι σου «δικό μου, δικό μου» σαν να είσαι 4χρονο κακομαθημένο πιτσιρίκι που φοβάται μην του πάρουν το παιχνίδι. Όπως η ύαινα βρυχάται απέναντι σ’ όποιον φιλοδοξεί να γευτεί μέρος της λείας της έτσι κι η ζήλια σε κάνει να βγάζεις μια θηριώδη συμπεριφορά εντελώς αναίσχυντα. Κι αν η ύαινα έχει κάθε λόγο να προστατέψει το δείπνο της, η ερωτική ζήλια δεν έχει ούτε έναν λόγο μα χιλιάδες αφορμές για να σε αποκτηνώσει.

Ο έρωτας σε κάνει άξεστο κι αγριόθυμο στο άψε σβήσε. Όλοι μας θέλουμε τον άλλο μόνο για τους εαυτούς μας. Θέλουμε κάθε του χιλιοστό με έναν τρόπο που περισσότερο προσομοιάζει σε ντοκιμαντέρ του National Geographic παρά σε βιβλίο της Jane Austin. Ακόμα κι αν ντρεπόμαστε να το ομολογήσουμε και στους εαυτούς μας ακόμα, η αλήθεια είναι αυτή: ο έρωτας μας κάνει ζώα σαρκοβόρα.

Κάτι μέσα μας μοιάζει να αλυχτά να χορτάσει με τη σάρκα του άλλου, ενίοτε και την ψυχή του, το ίδιο του το είναι. Μας ξεφεύγουν φράσεις όπως «θέλω να σε φάω» που είναι φαινομενικά τόσο αθώες μα επιστημονικά πρόκειται για έκφανση της ανεξέλεγκτης ερωτικής ορμής. Παραδόξως αυτό το «θέλω να σε φάω» ομολογεί και μια από τις πιο κτηνώδεις επιθυμίες μας. Σαν μια επιταγή του πάθους που προστάζει μια έκφυλη και φιλήδονη αντίδραση την οποία αδυνατούμε να παρακούσουμε.

Τα κορμιά των ερωτικών παρτενέρ είναι προς βρώση. Αμφότερα επιθυμούν να καταναλωθούν, να χορτάσουν και να αφομοιωθούν. Είτε μεταφορικά σαν απόδοση μιας έντονης επιθυμίας, είτε κυριολεκτικά στα πλαίσια μιας ερωτικής συνεύρεσης, η ζωώδης επιθυμία έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ίσως να ενέχει κάτι το επαίσχυντο αυτή η τόσο κυνική παραδοχή του έρωτα γι’ αυτό παλεύουμε να την καλύψουμε όσο πιο περίτεχνα μπορούμε, γι’ αυτό την απαρνούμαστε, γι’ αυτό τη στριμώχνουμε σε σκοτεινές γωνιές μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Ίσως βέβαια και να μην είναι έτσι.

Ίσως απλά να μη μας άφησαν ποτέ να δούμε αυτή την όψη εντελώς απενοχοποιημένα, σαν κάτι το απολύτως φυσιολογικό. Να μη μας άφησαν εγκαίρως να αγκαλιάσουμε το κτήνος και να το δαμάσουμε κι έτσι βγαίνει συχνά πιο λυσσαλέα απ’ ό,τι θα θέλαμε. Πότε με ένα δάγκωμα και μερικές αμυχές -αναμνηστικά μιας καθ’ όλα επιτυχημένης κορύφωσης, κι ενίοτε με φωνές και λόγια που αμέσως μετανιώνουμε– αποκυήματα μιας ζηλιάρας φαντασίας που μόνο άσχημα σενάρια ξέρει να φτιάχνει.

Είμαστε όλοι ζώα σαρκοβόρα στον έρωτα. Κάποιοι μοιάζουμε με αιλουροειδή, άλλοι με κυνίδες, όμως όλοι ορεγόμαστε μια σάρκα κι αποτελούμε το δείπνο κάποιου άλλου.

 

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου