Αν η επαφή είχε συνταγή επιτυχίας θα είχαμε όλοι λύσει ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο της ζωής μας. Δυστυχώς αυτό το μαγικό ραβδάκι που θα το κουνήσουμε και θα μας δώσει το τέλειο -κατ’ εμάς- ερωτικό πλάνο, έσπασε και πρέπει τώρα να βουτήξουμε στα βαθιά και μέσα από διάφορες εμπειρίες να ανακαλύψουμε τι είναι αυτό που μας αρέσει.

Στην ερωτική μας ζωή έχουμε συναντήσει από καλές εμπειρίες, μέχρι μέτριες και κακές. Οι κακές εμπειρίες είναι αυτές που αγαπά η παρέα. Είναι η αφετηρία των πιο αστείων συζητήσεων. Όσο κι αν δεν τις ευχόμαστε, κάπου λίγο τις αγαπάμε, κυρίως γιατί ξέρουμε την περαιτέρω καζούρα που θα ακολουθήσει. Τι κάνει όμως μια εμπειρία μας στο κρεβάτι, να μπαίνει σε αυτή την κατηγορία και να τη χαρακτηρίζουμε ως κακή;

Το πώς νιώθουμε μια ιδιαίτερη στιγμή πάει πάντα πακέτο με τόσους πολλούς άλλους παράγοντες, που ένας να στραβώσει μπορεί μοιραία να κατονομάσει αυτή μας την εμπειρία ως κακή. Σίγουρα, το άτομο που έχουμε απέναντί μας είναι καίριας σημασίας, γιατί καλώς ή κακώς όσο και να το θέλουμε, αν δεν υπάρχει η κατάλληλη χημεία δύσκολα θα ξεκολλήσουμε το δείκτη της απόλαυσης από το μέτριο.

Αλλά δεν είναι μόνο το άτομο με το οποίο πλαγιάζουμε υπαίτιο μιας κακής εμπειρίας. Όταν την πολυπόθητη κι επίμαχη ώρα το μυαλό μας ταξιδεύει στα πρωινά κρουασανάκια που φάγαμε, σε εξωτικές διακοπές ή οπουδήποτε αλλού, πώς περιμένουμε να περάσουμε καλά; Κι εντάξει, δε χρειάζεται και καμιά τρελή συγκέντρωση για να χαλαρώσουμε και να ακούσουμε τις ανάγκες του σώματός μας, τη μίνιμουμ αυτοπαρατήρηση χρειάζεται.

Η αλήθεια είναι πως το να ακούσουμε αυτό που πραγματικά ζητά το σώμα μας ώστε να ικανοποιηθεί μπορεί να μας τρομάζει. Έχουμε μάθει να παίρνουμε έτοιμες απαντήσεις σε πολλούς τομείς της ζωής μας, να τις αναμασάμε και μέσα από αυτή τη διαδικασία να βγάζουμε τα δικά μας συμπεράσματα. Στον έρωτα όμως και στην πράξη του, εκεί που καλούμαστε να αφεθούμε πλήρως και να νιώσουμε στο έπακρο την ύπαρξή μας να δονείται και να παλεύει να φτάσει την απόλυτη απόλαυση, μπορούμε πανεύκολα να τρομάξουμε και να σαμποτάρουμε τον εαυτό μας. Είναι σαν να βάζουμε όριο χρήσης στο πόσο καλά θα περάσουμε.

Σε αυτό το σημείο αρχίζουμε και δίνουμε σημασία σε λεπτομέρειες. Προσπαθούμε να ξεφύγουμε απ’ την ουσία δίνοντας αξία σε μικρές κινήσεις οι οποίες δε μοιάζουν τόσο λεπτεπίλεπτες όσο θα θέλαμε ή προσπαθούμε να κρατήσουμε αστεία σκηνικά για να τα πούμε στην παρέα και να γελάσουμε αργότερα. Όσο δίνουμε προτεραιότητα σε αυτά τα μικρά πράγματα τόσο φθείρουμε την εμπειρία που ζούμε, με αποτέλεσμα να καταλήγει μια παρωδία την οποία όμως αφήνουμε κατ’ επιλογή να συμβεί.

Δεν είναι παράλογο η ερωτική πράξη να μας κουράσει ή κάπου να ξενερώσουμε. Απ’ τη στιγμή που είναι παιχνίδι των δύο -ή και περισσότερων παρτενέρ- δεν μπορούμε να έχουμε συνεχώς την απαίτηση να μας ικανοποιούν κάθε δευτερόλεπτο, όπως δεν μπορούμε να κάνουμε αντίστοιχα κι εμείς το ίδιο. Ακόμα κι όταν έχουμε ένα σταθερό παρτενέρ για αρκετό καιρό, με τον οποίο θεωρητικά έχουμε μάθει τα αδύναμα σημεία ο ένας του άλλου και πάλι μπορεί να χάσουμε τη φόρμα μας. Δεν είναι πάντα έτοιμο το κορμί μας να λικνιστεί σε αυτό τον ιδιαίτερο χορό, όσο κι αν μας πιπιλίζουν το μυαλό ότι ανά πάσα στιγμή είναι μια καλή ώρα για κρεβάτι.

Βέβαια, ό,τι ισχύει για εμάς δε σημαίνει ότι ισχύει και για τον παρτενέρ μας. Το να μειώσουμε την όλη εμπειρία μάς κάνει κακό. Καλή ή κακή, η στιγμή είναι κομμάτι μας στο οποίο έχουμε αφιερώσει μέρος του εαυτού μας. Αν δε μας αρέσει, πάντα έχουμε την επιλογή να σταματήσουμε. Δεν είναι ανάγκη, ούτε μας αναγκάζει κανείς να φτάσουμε στην κορύφωση αν δεν περνάμε καλά. Ίσως φαίνεται σκληρό να κόψουμε κάτι στη μέση και το σκεφτόμαστε ενοχικά. Στο τέλος της ημέρας όμως έχουμε κάνει ένα δώρο στον εαυτό μας, σταματώντας κάτι που δεν μπόρεσε να μας ευχαριστήσει.

Κόβοντας όλα αυτά τα περιττά που μπορεί να τα κάνουμε και λίγο καταναγκαστικά, προσεγγίζουμε καλύτερα τα θέλω μας, καθώς και τις απαιτήσεις που έχουμε τόσο στον ερωτικό τομέα όσο και σε οποιονδήποτε άλλο. Κι απόλαυση θα έρθει σίγουρα. Αρκεί να της στείλουμε πρόσκληση στη σωστή διεύθυνση.

Συντάκτης: Αντώνης Ανδρόνικος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου