Μου λείπεις. Συνέχεια. Σε ψάχνω παντού. Σε αναζητώ στα σοκάκια, κοιτάζω μήπως κάπου σε αντικρίσω. Παρατηρώ τα πάντα γύρω μου· τα μέρη, τη φύση, τα τοπία, τον καιρό, τους ανθρώπους. Ποια απ’ όλα να σου ταιριάζουν, άραγε; Ποια να σου αρέσουν; Πού να συχνάζεις; Σε ποια από όλα αυτά θα σε βρω; Δώσ’ μου ένα σημάδι!

Κι αν δε σε καταλάβω, πρόσεξέ με εσύ. Θα ‘μαι χαμένη στις σκέψεις μου κι απ’ το ύφος και το στήσιμό μου θα καταλάβεις πως κάτι περιμένω, κάτι ψάχνω. Μπορεί να δείχνω κουρασμένη κι απογοητευμένη επειδή οι προσπάθειές μου παραμένουν καιρό τώρα άκαρπες. Μα αν με καταλάβεις, μη με αφήσεις να φύγω. Έλα και πάρε με μακριά.

Πάμε κάπου οι δυο μας. Πάμε να εξερευνήσουμε το άγνωστο. Τι προτιμάς; Βουνό ή θάλασσα; Κάτι ήρεμο κι απόμερο ή πιο κοσμοπολίτικο; Πάμε όπου θες! Αρκεί να φύγουμε. Σημασία θα ‘χει που θα έχουμε φύγει μαζί. Όχι ο προορισμός.

Χωρίς πολλούς εντυπωσιασμούς και πολυτέλειες, πέρνα ένα βράδυ απ’ το σπίτι μου και πες μου να ετοιμαστώ στα γρήγορα, να πάρω ένα σάκο με τα απολύτως απαραίτητα. Να ‘χεις έρθει για να με πάρεις να φύγουμε. Οι δυο μας. Μια μηχανή, δύο εισιτήρια χωρίς επιστροφή, κι όπου μας βγάλει. Δεν έχουν σημασία τα χρήματα που θα ‘χουμε στις τσέπες μας ή τα εμπόδια που μπορεί να συναντήσουμε. Αρκεί που θα ‘μαστε μαζί, μακριά από όλους κι από όλα.

Βοήθησέ με να το σκάσω! Το ‘χω ανάγκη από καιρό! Πιάσε με απ’ το χέρι και πες μου να φύγουμε, γίνε συνεργός στην απόδρασή μου ή κάνε εμένα στη δική σου. Αν με δεις να φοβάμαι, αν κάνω πως διστάζω, μη με πιστέψεις, συνέχισε να επιμένεις. Μη με αφήσεις να σου αρνηθώ. Η ανασφάλειά μου θα ‘ναι. Βαθιά μέσα μου θα το θέλω όσο τίποτα.

Πιάσε με απ’ το χέρι και σφίξε με πάνω σου. Κοίτα με μ’ αυτό το ύφος που με γεμίζει σιγουριά, αυτό που μου λέει πως με θες και σχεδόν απαιτεί να φύγουμε. Έχω βαρεθεί εδώ. Οι σκοτούρες, η πίεση, η μονοτονία, η ρουτίνα, η μοναξιά. Έχω μπουχτίσει. Σε περιμένω καιρό.

Πάμε κάπου που θα ‘μαστε οι δυο μας, εγώ, εσύ κι ένα όμορφο δειλινό, ένα ηλιοβασίλεμα πασπαλισμένο με μενεξεδιές πινελιές. Κι ύστερα, σμήνη αστεριών να σιγοντάρουν την ονειροπόλησή μας. Θέλω να κάνουμε σχέδια, να ξεκλειδώσουμε τα μεγαλύτερά μας πάθη, να ομολογήσουμε τους πιο κρυφούς μας φόβους. Θέλω να αγαπηθούμε, να νιώσουμε ζωντανοί. Έχω ανάγκη έναν έρωτα άναρχο, μαζί σου, ανέμελο, χωρίς καθωσπρεπισμούς, χωρίς άμυνες, χωρίς προορισμό.

Βέβαια, και πουθενά να μην πάμε, θα ‘χουμε ήδη κάνει μία νέα αρχή. Ναι, αν δε θέλεις, μπορούμε να μην πάμε κάπου -ακόμα. Μπορούμε να μείνουμε εδώ μαζί. Θα ‘χω εσένα δίπλα μου κι αυτό θα αρκεί. Μόνο μην το βάλεις στα πόδια! Τόλμησε να με μάθεις κι άσε με να σε ανακαλύψω. Κράτα με αγκαλιά, χάιδευέ μου τα μαλλιά και διάβαζέ μου ποίηση. Και θα ‘μαι δική σου! Δείξε μου πως με θαυμάζεις, πως σου κινώ το ενδιαφέρον, πως με αγαπάς, πως σου προκαλώ σκέψεις κι αισθήματα ακραία. Έχω καιρό να αισθανθώ έτσι. Και φοβάμαι.  Δείξε μου πως όλα αυτά ισχύουν και πως δεν τα φαντάζομαι. Έχω ανάγκη να τα ζήσω και να ‘ναι αληθινά.

Βαρέθηκα τις μεγάλες κουβέντες, τις υπερβολές, τις αστραφτερές υποσχέσεις, λόγια και πράξεις που προσφέρουν μία πρόσκαιρη, κάλπικη, ευτυχία. Ανθρώπους που με το που θρέψουν τον εγωισμό τους, με το που πάρουν αυτό που θέλουν, το σκάνε σαν κυνηγημένοι. Το σκάνε μόνοι ενώ το ζητούμενο είναι να το σκάνε μαζί.

Έλα εδώ και μείνε αν αντέχεις. Μη μου υποσχεθείς πράγματα. Μόνο πάρε με να φύγουμε έστω μια εκδρομή στο διπλανό χωριό, έστω μια βόλτα στο παρκάκι, μακριά απ’ τις σκέψεις μου που οργιάζουν και με κρατούν στάσιμη. Μόνο έλα και πάρε με να φύγουμε. Περιμένω.

Άραγε, να υπάρχεις;

Συντάκτης: Βάσω Τεμπέλη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη