Έρωτας∙ ικανός να φέρει τα πάνω κάτω στις ζωές των ανθρώπων. Αποπλανεί, φέρεται εγωιστικά, διεκδικεί χωρίς περιστροφές, δίνει την ένταση και τη βαρύτητα που αρμόζει, είναι ο υπαίτιος που δύο καρδιές μπορούν να χτυπούν παράφορα η μία για την άλλη. Πολλές φορές, λοιπόν, θα ‘χεις ακούσει πως μεγάλος μπορεί να χαρακτηριστεί ένας έρωτας μόνο όταν χαρακτηρίζεται από μεγάλη διάρκεια.

Αν κράτησε λίγο, για παράδειγμα για μία εβδομάδα, θα ακούσεις σχόλια να τον υποτιμούν, να τον υποβιβάζουν σε απλό ενθουσιασμό, υποστηρίζοντας τη θέση τους με ατάκες του στιλ «Πότε πρόλαβες να νιώσεις; Δεν ήταν δα και τόσο σημαντικό!». Μα τι ξέρουν αυτοί;

Υπήρξαν έρωτες στη ζωή σου των οποίων η σημασία και το μεγαλείο δεν ήταν ανάλογο της διάρκειάς τους· το αντίθετο μάλιστα. Επρόκειτο για έρωτες παράνομους, για έρωτες που η απόσταση ή οι υποχρεώσεις αναγκαστικά τους χώρισαν. Για έρωτες στους οποίους το timing ήταν πολύ λάθος, για έρωτες που ξεκίνησαν ως ένα πείραμα να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας, την αλληλεπίδρασή μας με το αντικείμενο του πόθου μας, τις αντοχές μας, τη σεξουαλικότητά μας. Έρωτες φαινομενικά ιδανικοί που σύντομα αποκαλύφθηκε η έλλειψη αμοιβαιότητας που τους διακατείχε.

Όποιος, ωστόσο, κι αν ήταν ο λόγος που το γλυκό δεν έδεσε (που παράβρασε ή έμεινε άβραστο), το γεγονός αυτό δεν τους καθιστά αυτομάτως ως κάτι το ασήμαντο κι ευτελές, ως κάτι που απλά παρουσιάστηκε τη στιγμή εκείνη για να σου καλύψει τον χρόνο ή το κενό σου. Η ένταση και το συναίσθημα δε μετριούνται με τη διάρκεια. Μπορεί να ξεκινήσει με ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα, ένα εγκεφαλικό σκίρτημα, με όλα αυτά μαζί, με κάτι απ’ όλα αυτά ή και με πολλά περισσότερα.

Ένα χαμόγελο, ένα νεύμα, ένα μήνυμα, ο συγχρονισμός στο φιλί, η χημεία όταν τα σώματα μπλέκονται, είναι αρκετά για να προκληθούν εκρήξεις. Είναι αρκετά για να αναγεννηθούν συναισθήματα μοναδικά πρωτόγνωρα. Είναι αρκετά για να αναπτυχθούν η έλξη, το πάθος, η ηδονή αλλά και το νοιάξιμο, η τρυφερότητα.

Το γεγονός ότι δεν κράτησαν όσο θα περίμενες, όσο θα ήθελες ή όσο τα φαινόμενα υποσχόντουσαν, δε σημαίνει ότι δεν ήταν κάτι σημαντικό για σένα -ίσως και για τους δυο σας. Γιατί η αλληλεπίδρασή σου με τον άνθρωπο αυτό σου άνοιξε νέους ορίζοντες, νέες οπτικές. Θαύμασες κι ερωτεύτηκες, όχι μόνο αυτόν, όχι μόνο τα εξωτερικά του γνωρίσματα αλλά όλο του το είναι· τις σκέψεις του, τα ενδιαφέροντά του, τις απόψεις του, την αλληλεπίδρασή του με τον έξω κόσμο, προτερήματα κι ελαττώματα, χωρίς καμία διάκριση.

Ένιωσες πως ξαφνικά βρήκες αυτό που θα μπορούσε να δώσει μία κινητήρια δύναμη για πρόοδο στο οτιδήποτε. Γιατί είχες εκείνον τον άνθρωπο δίπλα σου κι αυτό αρκούσε. Πέσανε οι άμυνες και μαζί κι οι ανασφάλειές σου. Έγινες ευάλωτος, πράγμα το οποίο προϋποθέτει πως ένιωσες ασφαλής, πως ένιωσες άνετα πλάι του κι αυτό είναι προς τιμήν σου, σε μία εποχή όπου όλοι υψώνουμε τοίχους, γιατί φοβόμαστε να αποκαλύψουμε το μέσα μας· το θεωρούμε δειλία και ντροπή να το πράξουμε.

Στο διάστημα αυτό κάνατε όνειρα κοινά. Ίσως κι όχι. Ίσως πιο μοναχικά. Σημασία έχει πως, έστω και στιγμιαία, ονειρεύτηκες, φαντάστηκες τον εαυτό σου με τον άνθρωπο αυτό. Να γνωρίζετε διαρκώς ο ένας τον άλλον, όλο και καλύτερα. Να περνάτε στιγμές χαράς και διασκέδασης μαζί. Να ‘ναι ο ένας δίπλα στον άλλον σε εύκολα και δύσκολα, να στηρίζει και να υποστηρίζει τον άλλον ολοκληρωτικά. Να τον συμβουλεύει, να του συμπαραστέκεται, να τον κοιτάζει με την ίδια φλόγα. Ονειρεύτηκες ταξίδια, ίσως μία κοινή συμβίωση, ίσως κάτι παραπάνω, ίσως μονάχα δύο ακόμα φορές σ’ εκείνο το παρκάκι, άλλη μία ζεστή σοκολάτα γύρω απ’ το τζάκι, ή μονάχα μια αγκαλιά· κι όλα τ’ άλλα θα ερχόντουσαν.

Τι κι αν δεν ήταν αμοιβαίο; Εσύ ένιωσες κι αυτό είναι προς τιμήν σου. Εσφαλμένα ή μη, ένιωσες αντίστοιχα βαριά συναισθήματα και προς το πρόσωπό σου. Έστω και στιγμιαία, αποθεώθηκες, ένιωσες πως κι εσύ αποτελείς την αιτία που το απέναντί σου πρόσωπο χαμογελά, ένιωσες έστω και για λίγο πως αποτελείς μέρος του ονείρου του.

Μήπως, λοιπόν, η διάρκεια αυτή να ‘ναι και προς τιμήν τους; Μήπως άραγε το γεγονός ότι δεν κράτησαν παραπάνω αφαίρεσε από πάνω τους τη φθορά; Μήπως το απωθημένο είναι αυτό που μπορεί να περάσει έναν έρωτα στην αθανασία, να τον αφήσει ως κάτι άπιαστο που πάντα θα μιλάς γι’ αυτό με τα πιο όμορφα λόγια, σκέψη νοσταλγική, βλέμμα που χαμηλώνει; Μήπως για πάντα θα ‘χουν την αξία και την επιθυμία, χωρίς να υπάρχει κάτι που να μπορεί να αφαιρέσει έστω και το παραμικρό απ’ την αίγλη τους;

Μήπως, άραγε, αυτοί οι περιβόητοι μεγάλοι έρωτες που κράτησαν για χρόνια δεν ήταν και τόσο μεγάλοι τελικά; Μήπως αυτό που τους συνέδεε ήταν η συνήθεια, η ανασφάλεια να μη μείνουν μόνοι τους, ο συμβιβασμός; Μήπως κράτησαν περισσότερο χάνοντας την πραγματική ουσία του έρωτα, την αρχική ένταση, το αρχικό πάθος; Μήπως, εν τέλει, βάλτωσαν και μίκρυναν; Χάνοντας έτσι οτιδήποτε το επαναστατικό κι αριστοκρατικό, συνάμα, που τους χαρακτηρίζει;

Και μεταξύ μας, ίσως αυτό το «λίγο» να ήτανε το μέγιστο και το ιδανικότερο που μπορούσε να σου προσφερθεί τη δεδομένη στιγμή, να ήταν η δόση αυτή που προσέδωσε στην αλληλεπίδραση αυτή την έννοια του έρωτα. Μπορεί διαφορετικά να ‘χανε κάτι από όλο αυτό που χτίστηκε μέσα σου -βαθμιαία ή μη. Στο κάτω-κάτω, η ζωή είναι ένα σύνολο μικρών, σκόρπιων, στιγμών, που σαν κακομαθημένα παιδιά εισβάλλουν στην καθημερινότητά σου για να της δώσουν πνοή. Γι’ αυτό είναι καλό να νοσταλγούμε και να λησμονούμε στιγμές. Αλλά μη λυπάσαι, μη μετανιώνεις γι’ αυτές. Ήταν αυτό που τη δεδομένη στιγμή ήθελες όσο τίποτα και πήρες έστω μία γεύση του.

Κι όπως συχνά λένε: «Μη λυπάσαι που δεν κράτησε· να χαίρεσαι που συνέβη!».

 

Συντάκτης: Βάσω Τεμπέλη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη