Καλοκαίρι· μία εποχή γεμάτη μυρωδιές, συναισθήματα, ήλιο κι αλάτι. Είναι γεγονός πως έχουμε συνηθίσει να το συνδέουμε με θάλασσα, διακοπές, μαύρισμα και γενικά μια γαλάζια καυτή χαλαρότητα, θα μπορούσε να πει κάποιος, στο πολύ γενικό. Καλοκαίρι, όμως, είναι και βόλτες και θερινά σινεμά και κοκτέιλ και μουσική και θέατρο.

Εκείνο το υπέροχο θέατρο όπου έχεις τη δυνατότητα να παρακολουθήσεις μια παράσταση σ’ ένα απ’ τα πάρα πολλά καλοδιατηρημένα αρχαία θέατρα της χώρας μας. Στοίχημα πως αν πας μια φορά θα ζητάει απεγνωσμένα ο οργανισμός και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη, κι αν παίζει κάπου μακριά σου μια παράσταση και δεν μπορείς να πας, θα βλαστημάς την τύχη σου.

Γιατί είναι εκείνη η στιγμή που το φεγγάρι είναι ψηλά φωτίζοντας τα πάντα κι ενώ κάθεσαι στις πέτρινες κερκίδες, βγαίνει ο χορός, αφού έχει πάρει τη θέση της η ορχήστρα στο κέντρο της πλατείας, κι ανατριχιάζεις, γιατί συνειδητοποιείς ότι αυτό που βλέπεις κι ακούς εσύ τώρα, το έβλεπαν και κάποιοι Έλληνες χιλιάδες χρόνια πριν. Είναι εκείνο το συναίσθημα που σε κατακλύζει, εκείνο το δέος, αφού επικρατεί νεκρική σιγή απ’ το κοινό, γιατί όλοι όσοι είχαν την τύχη να βρεθούν εκεί μαζί με ‘σένα νιώθουν ακριβώς αυτό που νιώθεις κι εσύ.

Μοιράζεστε μια εμπειρία μοναδική. Κάτι που δεν υπάρχει περίπτωση να σε απογοητεύσει, αφού ακόμη και στα αρχαία ελληνικά να ‘ναι η παράσταση, κι ακόμη και σκράπας να ήσουν στο σχολείο, θα δεις ότι δε χάνεις λέξη αλλά και καθόλου το νόημα. Τα συμπεράσματα, οι παραβολές, η εκκεντρικότητα κι η υπερβολή μια τέτοιας παράστασης σε αφήνουν αποσβολωμένο, όταν τελειώνει. Θες μερικά λεπτά να επανέλθεις στην πραγματικότητα, γιατί είναι σαν να βγήκες μόλις από μια χρονομηχανή που σε πήγε χιλιάδες χρόνια πίσω.

Τα κοστούμια, τα σκηνικά, τα προσωπεία, η μουσική κι η σκηνοθεσία, όλα μαζί, στήνουν ένα συγχρονισμένο κι απόλυτα εναρμονισμένο με το περιβάλλον σκηνικό, όπου εσύ νιώθεις μικρός κι ασήμαντος και θαυμάζεις τη μεγαλοπρέπεια και την ευρηματικότητα σαν νεογνό. Φαίνεται απίστευτο, ίσως, μα αν έχεις πάει έστω μία φορά θα παραδεχτείς πως είναι αληθινό. Όλη η υπερβολή κι η λιτότητα ταυτόχρονα, σου παραδίδουν μαθήματα ισορροπίας, όπως έκαναν και τότε.

Τότε που υπήρχαν θέατρα τέτοιου τύπου σε κάθε πόλη που είχε ιερό. Δεν ήταν είδος πολυτελείας για κανέναν κι όλοι μπορούσαν να το παρακολουθήσουν. Όπως κι εσύ, κάτω απ’ το φεγγάρι. Χωρίς τεχνητούς φωτισμούς και τεχνολογία. Μαγικό δεν είναι;

Αξιοθαύμαστο επίσης πως όπου και να κάθεσαι δε χάνεις φθόγγο από όσα λέγονται ή τραγουδιούνται ή ψέλνονται, αφού ήταν κι είναι (όσα σώζονται) με τέτοιο τρόπο κατασκευασμένα όπου ο κυκλικός σχεδιασμός τους και τα φυσικά αντηχεία μπορούν να σε κάνουν να ακούσεις ένα κέρμα που πέφτει ή ένα χαρτί που σκίζεται επί σκηνής. Κλείσε τα μάτια σου αν πας και θα με θυμηθείς.

Παραστάσεις διαχρονικές και πολύτιμες σε Επίδαυρο, Ηρώδειο, Δίον, Ερετρείας και τόσα μα τόσα άλλα που ευτυχώς έχουμε τη χαρά να μπορούμε να επισκεπτόμαστε ακόμη και σαν αρχαιολογικά μνημεία. Η «Αντιγόνη» κι ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, οι «Όρνιθες» κι οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, ο «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου, οι «Ικέτιδες» κι η «Ελένη» του Ευριπίδη είναι ελάχιστα από τα αριστουργήματα που κάποιοι είχαν, έχουν ή θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν.

Δεν είναι κάτι βαρύ και κουλτουριάρικο. Είναι η ιστορία μας κι είναι το συναίσθημα που αφήνει, όταν σταματά το χειροκρότημα. Είναι η Ελλάδα σε όλο το μεγαλείο της, κυριολεκτικά!

Επιβάλλεται να γίνει μέρος της καθημερινότητάς μας, όσο είναι δυνατόν για τον καθένα από ‘μάς.

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη