Μάνα, μητέρα, μαμά, μανούλα.

Όπως κι αν την αποκαλείς, το συναίσθημα δεν αλλάζει. Το πιο οικείο πλάσμα από την πρώτη κιόλας στιγμή της ζωής σου. Δυο καρδιές σ’ ένα σώμα.  Για μια ζωή. Μια ανιδιοτελής αγάπη χωρίς όρια ούτε ανταλλάγματα. Μια αγάπη που αν δε γίνεις γονιός δεν μπορείς να αντιληφθείς πως υπάρχει. Ένα δέσιμο που με τα χρόνια γίνεται πιο ισχυρό. Μια σχέση που περνά από σαράντα κύματα καθώς μεγαλώνεις.

Τη θυμάσαι όταν ήσουν παιδί να σε μαλώνει. Στην εφηβεία να ‘ναι αυστηρή και υπερπροστατευτική. Ένιωθες πως δε σε καταλαβαίνει, ούτε κι εσύ μπορούσες τότε να εξηγήσεις τα λόγια, τους φόβους και τις ανησυχίες της. Είναι υπερβολική έλεγες, θα φταίει το χάσμα γενεών. Συνεννόηση μηδέν. Διαφωνείς, αντιδράς, νευριάζεις, ,τσακώνεσαι, κάνεις την επανάστασή σου και ησυχάζεις.

Στην πορεία όμως τα ξεχνάς γιατί κοιτώντας πίσω, οι εικόνες που σου έρχονται στο μυαλό είναι οι στιγμές που έπαιζε μαζί σου με τις ώρες, σε κάλυπτε στον μπαμπά σου όταν ήθελες να βγεις, πάντα μεσολαβούσε για να λειάνει καταστάσεις κι όταν ένιωθε πως αδικείσαι, σε υπερασπιζόταν με όλο της το σθένος. Τελικά δεν ήταν εχθρός σου αλλά ο πρώτος δάσκαλός σου. Κι όλα αυτά τα «κηρύγματα» σε έκαναν αυτό που είσαι σήμερα. Το συνειδητοποιείς όταν πια δεις τα πράγματα με ώριμο μάτι και μπεις λίγο στη θέση της.

Αυτή βέβαια δεν το αντιλαμβάνεται ποτέ. Αυτό, ότι μεγάλωσες. Γιατί για εκείνη θα είσαι πάντα το μωρό της, όσο χρονών κι αν γίνεις και δεν υπάρχει περίπτωση να σε δει να φεύγεις απ’ το σπίτι και να μην ακούσεις την κλασική ατάκα «βάλε ζακέτα πριν βγεις, κάνει κρύο» κι ας έχει 30 βαθμούς έξω. Κι όταν πάλι έχει να σε δει καμιά βδομάδα (μη φανταστείς κάτι περισσότερο), με το που σε δει, εννοείται πως θα σχολιάσει ότι έχεις μείνει πετσί και κόκκαλο, κι ας έχεις βάλει ένα δυο κιλάκια. Θα επιμένει πως κάτι σου συμβαίνει, (γιατί είναι μάνα και ξέρει το παιδί της), θα βάζει με το μυαλό της χίλια δυο και θα σε πεθάνει στο φαγητό, δεν τη γλιτώνεις. Πάντα θα σ’ έχει στην έγνοια της όταν ταξιδεύεις (ακόμα κι όταν πρόκειται για μια ώρα δρόμο με το αυτοκίνητο), ρίχνοντας την κλασική ατάκα «στείλε ένα μήνυμα της μανούλας όταν φτάσεις».

Τι κι αν σου σπάει τα νεύρα, τι κι αν σε ζαλίζει με τις ανησυχίες της, τι κι αν σε παίρνει τηλέφωνο διακόσιες φορές τη μέρα και σε πνίγει με την αγάπη και τη φροντίδα της, στο τέλος της ημέρας πάντα εκεί θα γυρνάς.

Το σημείο αναφοράς σου, η ασφάλειά σου γιατί σ’ αυτήν μπορείς να πεις τα πάντα. Μυστικά, λάθη, προβληματισμούς. Αφιλτράριστα γιατί δεν παρεξηγεί. Πάντα θα σε δικαιολογεί, θα σε συμβουλεύει και θα σε συγχωρεί. Ενίοτε, γίνεται σάκος του box, αφού σ’ αυτήν ξεσπάς όταν έχεις τα νεύρα σου. Εκεί που νιώθεις πιο πολύ ο εαυτός σου, εκεί βγάζεις κι όλες τις ανασφάλειες σου αφού αυτή σε ξέρει καλύτερα από τον καθένα.

Ένα πλάσμα ακούραστο που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν εξαντλούνται ποτέ οι αντοχές κι υπομονή της. Σίγουρα θα διαθέτουν κρυφές υπερδυνάμεις, δεν εξηγείται αλλιώς το πώς προλαβαίνουν όλους τους ρόλους, διατηρώντας τις ισορροπίες. Σαν να μαζεύτηκαν όλοι οι σούπερ ήρωες σε έναν άνθρωπο. Έτσι μας έχουν συνηθίσει όμως. Να είναι πάντα εκεί, άγρυπνοι φρουροί, οι φύλακες άγγελοί μας, καθημερινά να παλεύουν με πρώτο μέλημά τους εμάς, βάζοντας τον εαυτό τους σε δεύτερη μοίρα.

Ευαίσθητες, συναισθηματικές, δοτικές, άλλοτε παραπονιάρες, πιεστικές, υπερπροστατευτικές κι αυστηρές, όλες τους φτιαγμένες από το ίδιο υλικό. Τους οφείλουμε ένα μεγάλο σ’ αγαπώ κι ένα μεγαλύτερο ευχαριστώ. Δεν το απαιτούν, μα σαν το ακούσουν είναι λες και τους χαρίζεις όλο τον κόσμο.

ΥΓ «Σ’ αγαπώ μαμά κι ας σε παιδεύω. Κι ας μην το εκφράζω όσο σου αξίζει. Σε ευχαριστώ που κάνεις τα πάντα να μοιάζουν απλά. Να ξέρεις πως σε θαυμάζω και μακάρι στο ελάχιστο να σου μοιάσω.

Ο πιο δικός μου άνθρωπος εσύ, ο πιο πολύτιμός μου.»

 

Συντάκτης: Σταύρια Κωνσταντίνου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή