Γράφει η Δήμητρα Μ.

 

Έχω βάλει το καλό μου το φόρεμα, εκείνο το μαύρο με τη δαντέλα, εκείνο το σέξι που μου ‘χες πάρει δώρο εσύ. Έχω βάλει και το μπορντό κραγιόν, εκείνο που σ’ αρέσει, έπιασα και το μαλλί μου εκείνον τον αρχοντικό κότσο που μου λες πως τονίζει το πρόσωπό μου. Είμαι έτοιμη να πάω σε κάποιο πάρτι, δε θυμάμαι ποιος με κάλεσε και τι γιορτάζει. Το μόνο που σκέφτομαι τώρα είναι να βγάλω μια φωτογραφία για να σου τη στείλω. Όπως έκανα πάντα όταν ετοιμαζόμουν να πάω κάπου κι εσύ απουσίαζες.

Δεν είμαι σίγουρη γιατί το ‘κανα. Ξεκίνησε αβίαστα και μάλλον αθώα, σ’ ήθελα μαζί μου σε κάθε μου έξοδο, οπότε αποφάσισα να σου δείξω τι έχανες. Ίσως πάλι να προσπαθούσα να σ’ εντυπωσιάσω, αφού εσύ αγαπάς τόσο τις φωτογραφίες. Ίσως και να το ‘κανα επίτηδες, γιατί ήξερα πως θα με καλέσεις αργότερα σπίτι σου για να μου δείξεις πώς θα μπορούσα να τραβήξω καλύτερα τη φωτογραφία, αφού έτσι ερασιτεχνικά που την έβγαλα δεν τόνιζε αρκετά τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου.

Δε θα σου τη στείλω βέβαια, όχι τη σημερινή. Πάει πολύς καιρός που δε σου έχω στείλει καμία φωτογραφία μου, από ‘κείνες που σ’ έκαναν να χαμογελάς. Πάει καιρός που κοιμάμαι χωρίς την καληνύχτα σου και ξυπνάω χωρίς την καλημέρα σου. Που δεν εμφανίζομαι στο κατώφλι σου μαντεύοντας το περιπαιχτικό σχόλιο σου για τα χρωματιστά μου ρούχα, πίσω απ’ την κλειστή πόρτα. Που δε με πειράζεις για τα χοντρά μου δάχτυλα και που δε γελάω με τις κοκκινωπές τρίχες που ξεπροβάλλουν αγέρωχες ανάμεσα στα κατάμαυρα γένια σου.

Ίσως και να σου τη στείλω τελικά, για να θυμηθείς όσα περάσαμε εγώ κι εσύ, ή για να σιγουρευτώ πως δε θα τα ξεχάσεις ποτέ.

Θυμάσαι; Τότε, που κλείναμε τα μάτια και μέναμε οι δυο μας, κι ας ήταν το δωμάτιο γεμάτο κόσμο. Τότε, που μου μιλούσες και άκουγα μόνο εσένα, που κάθε άλλος θόρυβος φάνταζε απόηχο μουρμουρητό. Θυμάσαι τότε, που μου ψιθύριζες στ’ αυτί τα όνειρα που έκανες για εμάς και εγώ μεθούσα με τις σκέψεις που έκανα για σένα. Τις σκέψεις που έκανα για εμάς.

Τότε που τα λόγια σου στ’ αυτιά μου έφταναν τόσο μοναδικά, και πίστευα πως καμία άλλη γυναίκα δεν τα ‘χει ξανακούσει.  Τότε τα πίστεψα όλα, όταν έφυγες ήμουν σίγουρη πως ήταν όλα ψέματα, τώρα πια ίσως πιστεύω τα μισά, όμως δεν έχει σημασία γιατί κατάλαβα. Κατάλαβα πως τα ‘νιωθες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα πίστευες απόλυτα ή ότι ήταν αλήθεια. Κι έτσι γίνανε οι πιο όμορφες αναμνήσεις μου από σένα, απατηλές μα συναρπαστικές κι αξιοζήλευτες.

Τότε, που ξενυχτούσαμε στον καναπέ σου, που μιλούσαμε όλη την νύχτα και δεν κουραζόμασταν ποτέ. Πόσα πράγματα μου έμαθες όλες εκείνες τις νύχτες! Πόσο αδαής κι ανώριμη ήμουν όταν σε γνώρισα, κι εσύ μου ξεκλείδωσες έναν καινούριο κόσμο, καλά κρυμμένο πίσω από τα βρόμικα γυαλιά μου. Μου έμαθες να αμφισβητώ τα δεδομένα και να τα επεξεργάζομαι. Μου έδειξες πως όταν κάτι αξίζει και το θέλουμε πολύ πρέπει να ξέρουμε και να περιμένουμε. Μ’ ερωτεύτηκες κοριτσάκι και μ’ έκανες γυναίκα.

Θα συνεχίσω, λοιπόν, να βγάζω όσες φωτογραφίες θα σου έστελνα, θα τις κάνω ένα άλμπουμ και θα το υπογράψω με την καλλιτεχνική σου υπογραφή, αυτή με την οποία σφραγίζεις τις δικές σου φωτογραφίες. Κάθε μια απ’ αυτές θα αντιπροσωπεύει μία ακόμα χαμένη μέρα μακριά σου. Ας είναι αυτό το άλμπουμ η συνέχειά μας. Θα είναι το timeline της αγάπης που δε ζήσαμε. Γιατί δηλαδή να έχω το άλμπουμ της ορκωμοσίας μου πρώτο πρώτο στο ράφι, να το ξεφυλλίζω κάθε τόσο, και να μην έχω ένα που να μου θυμίζει εσένα και όσα ακόμα θα μπορούσαμε να ζήσουμε; Έστω και στο ράφι, πάντως εγώ την αγάπη μας δεν την πετάω στα σκουπίδια.

 

Επιμέλεια Κειμένου Δήμητρας Μ.: Ιωάννα Κακούρη