Τι κατάλαβες; Έφυγες και πήρες μαζί σου τις αναμνήσεις μιας σχέσης. Μ’ άφησες πίσω να κοιτάζω τα ντουβάρια. Όπου κι αν στρέψω το βλέμμα μου νιώθω ότι κάτι δεν κολλάει, ότι κάτι δεν είναι σωστό.

Έχω πάντα αυτή την αίσθηση που σε κάνει να πιστεύεις πως κάτι λείπει κι ένα κενό στο στομάχι. Ίσως φταίει που λείπεις εσύ και που δεν κατεβαίνει μπουκιά. Ο εγκέφαλός μου έχει πάψει εδώ και μέρες να πιάνει το σήμα. Πού ξέρεις, μπορεί έτσι να χάσω κι εκείνα τα δυο κιλά, που δεν έφευγαν με τίποτα.

Τώρα που το σκέφτομαι, παίζει και να τα ‘χω χάσει, γιατί το τζιν μου, αυτό που φοράω εδώ και μέρες, μου κολυμπάει. Συνέβη και κάτι καλό τελικά, οπότε δεν έχω λόγο να γκρινιάζω. Έτσι δε μου ‘λεγες πάντα, να μην γκρινιάζω; Αλλά δεν έφυγες για να γλυτώσεις απ’ την γκρίνια μου. Σου τελείωσε και το τελείωσες.

Ούτε που ρώτησες αν μου τελείωσε κι εμένα. Εγώ είχα απόθεμα και θα σου ‘δινα. Αλλά δεν ήθελες να μ’ ακούσεις. Ήθελες απλώς να φύγεις. Μόνο αυτό. Να μ’ αφήσεις μόνη εδώ που ζήσαμε μαζί.

Κι είναι το σπίτι τόσο άδειο. Πώς να το γεμίσει ένας άνθρωπος μόνος του; Βουβό και σκοτεινό. Δε σηκώνω τα παντζούρια, δε θέλω να βλέπω τη μοναξιά μου λουσμένη απ’ το φως. Όσο περνάει απ’ τις γρίλιες μου φτάνει για να βλέπω και να μη σκοτωθώ σκοντάφτοντας στα βιβλία σου. Αλλά τι λέω, αφού τα πήρες μαζί σου.

Δεν ακούγεται τίποτα πια εδώ μέσα. Πάνε τα τραγούδια, πάνε κι οι συζητήσεις. Το ραδιόφωνο έγινε ένα απλό διακοσμητικό κουτί. Και με ποιον να συζητήσω τώρα πια; Εμένα μ’ άρεσε να συζητάω μαζί σου. Να λέμε για διάφορα, σοβαρά και χαζά, ν’ ανταλλάσσουμε απόψεις και ν’ ακούω τις θεωρίες σου. Πόσο παθιασμένα τις υποστήριζες τις θεωρίες σου!

Δεν έχω και γάτα, να ξεγελιέμαι ότι κάποιος μ’ ακούει. Πόση ώρα να μιλάω μόνη μου; Ο αντίλαλος που χτυπάει στους τοίχους με τρελαίνει, κουδουνίζει μέσα στο κεφάλι μου. Αν συνεχίσω έτσι φοβάμαι μήπως το χάσω.

Γενικώς φοβάμαι. Ότι θα ξεχάσω τη μορφή σου και τ’ άγγιγμά σου. Τη μυρωδιά σου όταν ξάπλωνες στο στήθος μου τα μεσημέρια. Τα βράδια που δε σου κόλλαγε ύπνος και ξεφυσούσες. Την κάψα του κορμιού σου όταν κάναμε έρωτα.

Δε θα ξαναβρώ κανέναν. Αν δε μ’ αγγίζεις εσύ, κανείς δε θέλω να μ’ ακουμπάει. Εσένα ήθελα. Τώρα πια δε θα ‘χω τίποτα δικό σου. Τα πήρες όλα φεύγοντας· τη φωνή σου, το γέλιο σου, το γέλιο μου.

Ψάχνω εκείνες τις απαίσιες παππουδίστικες παντόφλες σου, όμως δεν τις βρίσκω πουθενά. Φυσικά, εκείνες θ’ άφηνες; Ήταν οι αγαπημένες σου. Ζεστές και μαλακές, έτσι μου ‘λεγες. Τις σιχαινόμουν. Μα τώρα κι εκείνες ακόμη μου λείπουν. Τις θέλω πίσω, να σε περιμένουν δίπλα απ’ την πόρτα κι υπόσχομαι να μην τις λοξοκοιτάξω ποτέ ξανά.

Ξαπλώνω τα βράδια στον καναπέ κι αναβοσβήνω την τηλεόραση. Ότι δεν έχει τίποτα ενδιαφέρον το ήξερα και πριν, αλλά μαζί όλο και κάτι βρίσκαμε, σε κανάλια ξεχασμένα, προγράμματα που δεν ξέραμε καν ότι παίζονται. Ούτε σειρές βλέπω πια. Δεν έχει γούστο να παρακολουθείς κάτι μόνος. Με ποιον θα σχολιάζεις;

Πώς μπόρεσες να φύγεις; Πώς γίνεται δυο άνθρωποι που ζούσαν όπως εμείς κάποια στιγμή να έπαψαν ν’ αγαπιούνται; Εγώ, όμως, δεν έπαψα. Πώς μπορεί ν’ αλλάζει μόνο ο ένας; Εσύ δεν πονάς; Αδιαφορείς. Δε θέλεις να με ξαναδείς ούτε μία φορά. Έχεις πάρει την απόφασή σου. Είναι σκληρό να πετάς κάποιον ξαφνικά έξω απ’ τη ζωή σου. Πονάει.

Δεν μπορώ να ξεχαστώ. Όλοι οι υπόλοιποι είναι απλοί αντιπερισπασμοί. Τα παιδιά στη δουλειά, ο κόσμος στο λεωφορείο δεν μπορούν να αποσπάσουν την προσοχή μου απ’ τον πόνο.

Δε βγαίνω. Δε θέλω. Δε μ’ ενδιαφέρει να δω κανέναν ούτε έχω τίποτα να τους πω. Δε μ’ ενδιαφέρει κανείς, ακριβώς όπως δε σ’ ενδιαφέρω εγώ.

Στο σπίτι δεν έχει τίποτα να κάνω. Δεν υπάρχει τίποτα, τα σήκωσες όλα και τα ‘ριξες μες στη βαλίτσα σου. Είναι περίεργο πώς χώρεσαν όλα μέσα. Όπου κι αν κοιτάξω, δεν αντικρίζω τίποτα. Τα αντικείμενα είναι εκεί, αλλά για μένα δεν έχει σημασία. Είναι αστείο· μία βαλίτσα πήρες μόνο κι όμως άδειασε το σπίτι.

Κι εγώ έμεινα πίσω. Μου είπες να προσέχω και να είμαι καλά, φεύγοντας. Να γυρίσεις, τότε θα είμαι καλά. Ότι σε νοιάζει πώς θα είμαι. Αν σ’ ένοιαζε, δε θα ‘φευγες. Μου τη δίνει όταν μου λένε να προσέχω. Θα το κάνω έτσι κι αλλιώς. Δε χρειάζομαι την ψεύτικη συμπάθειά σου. Δε τη θέλω τη συμπάθειά σου. Τον έρωτά σου θέλω. Μπορείς να μου τον δώσεις;

Γι’ αυτό σου λέω, όπως άδειασες το σπίτι, άδειασε και το μυαλό μου, βγες απ’ τη σκέψη μου, γιατί έχω και κάτι ράφια να γεμίσω. Κι απ’ ό,τι είδα, τα ντουλάπια χρειάζονται επίσης γέμισμα κι εγώ καινούριο κούρεμα.

Συντάκτης: Μαρία Βαή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη