Τα ωραιότερα λόγια που μπορείς να σκεφτείς, δεν μπορούν να περιγράψουν εκείνα τα μαγικά συναισθήματα που σου προκαλεί ο έρωτας. Εκείνη την άνευ όρων παράδοση στα δεσμά του. Το τρύπημα από το βέλος του, είναι ο πιο γλυκός πόνος που έχεις νιώσει ποτέ. Τον απέφευγα επιλεκτικά. Εκείνη τη νύχτα όμως βρήκε τον στόχο. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχα χάσει κάθε επαφή με τη λογική μου.

Όταν τα δύο μάτια απέναντί μου με κοίταξαν, κατάλαβα πως τότε τον αντίκριζα για πρώτη φορά. Δε μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της. Ήμουν υπνωτισμένος. Ο τρόπος που με κοιτούσε κι αυτή, με παρέλυε. Γίνανε όλα πολύ γρήγορα. Μια αμοιβαία έλξη που μας ωθούσε τον έναν στον άλλον σαν ερωτικός μαγνήτης. Έχω ακόμα στα χείλη μου την γεύση των φιλιών της. Όπως και τα σημάδια εκείνης της καυτής νύχτας. Μέχρι να έρθει το πρωί, είχα νικηθεί. Ήμουν παραδομένος σ’ εκείνο το γλυκόπικρο συναίσθημα που δεν είχα νιώσει ξανά τόσο δυνατά.

Δεν τη ξαναείδα από τότε. Τα αναπάντητα «γιατί», στριφογυρνούσαν στο μυαλό μου. Ήθελα να τη δω ακόμη μία φορά, να της μιλήσω, να μάθω, να πάρω τις απαντήσεις που έψαχνα. Πέρασε πολύς καιρός που βασανιζόμουν. Είχα μισήσει τον έρωτα που ήρθε κι έφυγε την ίδια στιγμή. Την καταριόμουν, την έβριζα και την έβαζα στον σωρό με τους υπόλοιπους σκάρτους έρωτες. Ώσπου ένα ξενυχτισμένο πρωινό, βρήκα κάτω από τη πόρτα μου εκείνο το γράμμα.

«Δε φανταζόμουν πως η βραδιά θα είχε κάτι το ιδιαίτερο. Τα μάτια σου όμως με διέψευσαν. Ο τρόπος που με κοιτούσες, ο τόνος της φωνής σου που ηχούσε στ’ αφτιά μου. Οι σκέψεις που έκανα μου έφερναν ζάλη, λες κι είχα γυρίσει από ένα γλυκό μεθύσι. Αν με άγγιζες, θα ανατρίχιαζε όλο μου το κορμί. Σκεφτόμουν, αν παρασυρθώ, εκείνος θα μπορέσει να συγκρατήσει την ορμή μου; Πλησίασες κοντά μου. Τα χείλη σου ήρθαν σε απόσταση αναπνοής. Δεν κατάφερα να αντισταθώ. Ξέχασα τα πάντα κι οι δείκτες του ρολογιού πάγωσαν σ’ εκείνη την τέλεια στιγμή. Σ’ ερωτεύτηκα από το πρώτο βλέμμα, από την πρώτη στιγμή. Την επόμενη μέρα οι σκέψεις μου όμως δε συμβάδιζαν με τη ρεαλιστική πραγματικότητα και χάθηκα σαν τον κλέφτη. Για πολύ καιρό, πάλευα με τα πρέπει και τις επιθυμίες μου. Δε μπορούσα να καταλάβω πως ένα βλέμμα, ένα φιλί, είναι ικανά να γράψουν πάνω σε γραμμένο χαρτί. Υπήρχε αυτό το κάτι άλλο που δεν ήθελα ν’ αφήσω και ταυτόχρονα προσπαθούσα να αποδράσω για να βρω τον έρωτα που με έκανε να διχαστώ. Τελικά έκανα την επιλογή μου.»

Ξαφνικά ένα μεγάλο βάρος έφυγε από πάνω μου. Κατάλαβα πως δε θα μπορούσα να την έχω ποτέ, αλλά δε με ένοιαζε πια. Είχα πάρει αυτό που μου έλειπε κι ήταν πολύ καλύτερο. Το μόνο που είχε μείνει, ήταν η τελευταία φράση της. Τι εννοούσε; Ό,τι κι αν έκρυβε τελικά αυτή η επιλογή, ξέρω πως εκείνο το γράμμα κρατούσε ζωντανό μέσα μου το ωραιότερο συναίσθημα. Το θαυμασμό που νιώθει κάποιος για σένα. Τον έρωτα και τη μυθοπλασία, βάζοντάς σε στο πιο ψηλό βάθρο να δεσπόζεις. Σαν ένας μικρός Θεός ανάμεσα στους θνητούς. Ίσως να μη την έβλεπα ποτέ ξανά. Μου έκανε όμως το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να δεχτεί ένας ερωτευμένος. Μου έδειξε κάτι που λίγοι μπορούν να αντικρίσουν. Τον έρωτα να καθρεπτίζεται εμπρός μου.

Ερωτευτείτε, ρισκάρετε, τολμήστε. Ο έρωτας είναι το ομορφότερο συναίσθημα που νιώθει ο άνθρωπος παρ’ όλες τις κακουχίες και τις συνέπειές του. Μπορεί να μην είναι πάντα ευνοϊκός ή ταιριαστός. Μπορεί να μην έρχεται πάντα τη σωστή στιγμή ή να είναι ακατάλληλος, αξίζει όμως κάθε χαμόγελο και κάθε δάκρυ. Ζήστε τον κι ας πληγωθείτε, γιατί σας λέω με σιγουριά, πως δεν υπάρχει ωραιότερο συναίσθημα από το να βλέπεις τον έρωτα μέσα από τα δικά της μάτια.

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Συριόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου