Έρχεται εκείνη η στιγμή, που είμαστε πλέον ελεύθεροι ν’ αποφασίσουμε για τη δική μας ζωή. Φεύγουμε μακριά απ’ τους γονείς μας είτε για φοιτητικούς λόγους είτε για επαγγελματικούς. Γενικά ξεκινάμε μια καινούργια ζωή, που βασίζεται κυρίως μόνο στις δυνάμεις μας, κάνουμε μία αρχή μόνοι μας. Πλέον, δεν έχουμε κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι μας να μας υποδείξει τι να κάνουμε ή μάλλον τι να μην κάνουμε.

Κανένας δεν είναι πλέον υπεύθυνος για τη ζωή μας εκτός από εμάς. Αποφασίζουμε οι ίδιοι για τον εαυτό μας, δεν έχουμε πλέον κανέναν να είναι εκεί για ό,τι χρειαζόμαστε ή για να μας πει πως όλα θα πάνε καλά. Πρέπει εμείς οι ίδιοι να το θυμίζουμε στον εαυτό μας, όταν θα είμαστε άρρωστοι, γιατί κανένας δε θα βρίσκεται δίπλα μας για να δει τον πυρετό, να μας σκεπάσει με μια κουβέρτα όταν θα κρυώνουμε. Εμείς οι ίδιοι φροντίζουμε πλέον τον εαυτό μας.

Πάντα όμως θα υπάρχει κάτι, που θα μας κάνει να νιώθουμε κάπως μόνοι, ξένοι. Πάντα θα νιώθουμε μια μικρή ανασφάλεια, μακριά απ’ το σπίτι μας κι ειδικά μακριά απ’ τους γονείς μας. Γιατί εκείνοι ήταν πάντα εκεί σε κάθε δυσκολία μας, να μας βοηθήσουν να την ξεπεράσουμε και να μπορέσουμε να συνεχίσουμε. Ήταν διπλά σου σε κάθε επιτυχία για να νιώσουν την ευτυχία σου και πάντα θα είναι εκεί, άμεσα ή έμμεσα, δε θα σ’ αφήσουν ποτέ.

Στην ουσία ήταν αλλιώς, όταν οι γονείς μας ήταν κοντά μας. Στις θεατρικές παραστάσεις μας, μόλις τους βλέπαμε να κάθονται στις θέσεις τους, το άγχος μας αυτόματα έφευγε, γιατί ό,τι και να γινόταν, θα ήταν εκεί. Δε μας ένοιαζε αν θα γελάσουν μαζί μας, αν ξεχάσουμε τα λόγια μας, διότι εκείνοι θα μας χειροκροτούσαν έτσι κι αλλιώς.

Αν και δε θέλουμε να το παραδεχτούμε, πάντα θα λησμονούμε εκείνη την ασφάλεια που μας παρείχαν οι γονείς μας. Όλα ήταν καλύτερα κι ήμασταν πιο ήρεμοι, όταν ήταν κοντά μας. Όταν βλέπαμε έναν εφιάλτη, η μαμά μας ήταν εκεί για να μας καθησυχάσει ή όταν ο μπαμπάς μας έλεγε να μη στενοχωριόμαστε, επειδή χάσαμε σ’ έναν αγώνα. Κατά βάθος, άσχετα αν με ανυπομονησία περιμέναμε μέχρι να φύγουμε, ποτέ δε θέλαμε ν’ αφήσουμε αυτήν τη θαλπωρή και τη ζεστασιά, που μας χάριζαν οι γονείς μας.

Δεν είναι τυχαίο που κάθε φορά που είχαμε κάποιο πρόβλημα όταν ήμασταν μικροί, πηγαίναμε κατευθείαν στους γονείς μας, όταν η Μαρία μας κορόϊδευε ή όταν ο Μιχάλης μας έσπρωχνε. Αλλά αυτό δεν έχει αλλάξει. Τώρα που μεγαλώσαμε πάλι σ’ αυτούς τρέχουμε για οτιδήποτε. Αν δεν είναι οι γονείς σου τα πρότυπά σου, η στήριξή σου κι η ελπίδα σου, τότε ποιος;

Κάθε φορά που γυρνάμε στο πατρικό μας κι αντικρίζουμε τους γονείς μας, μας πλημμυρίζει αυτό το συναίσθημα και νιώθουμε άτρωτοι, πως κανένας δεν μπορεί να μας κάνει κακό, διότι εκείνοι είναι κοντά μας. Κάθε φόρα που φεύγουμε ένα κομμάτι μας μένει πίσω, η καρδιά μας πονάει και τα μάτια μας μελαγχολούν, γιατί θέλουμε να μείνουμε κοντά τους. Θέλουμε να είναι εκεί, πάντα δίπλα μας και θα είναι.

Τίποτα δε θα τους εμποδίσει απ’ το να μας βοηθάνε, να μας χαρίζουν την αγάπη τους. Ήταν, είναι και θα είναι για πάντα οι ήρωές μας.

 

Επιμέλεια κειμένου Σταυρούλας Τζουβάνη: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Σταυρούλα Τζουβάνη