«Ψάχνω τον εαυτό μου». Μία πρόταση που αναλογικά με τη συχνότητα με την οποία χρησιμοποιείται, από την ηλικία που αποκτούμε «γνῶθι σαυτόν», παρεκκλίνοντας από την παιδική αθωότητα και ανεμελιά, έχει πλέον υψώσει ανάστημα ως μία, ναι μεν κοινότυπη, αλλά και ζοφερή σκιά που υψώνεται πάνω από τα κεφάλια μας. Η απροσδόκητες, όσο και προσδοκώμενες αλλαγές που διαταράσσουν το μονοπάτι που σκαρφιζόμαστε, προχωρώντας με την καρδιά μας να βροντά δυνατότερα σε κάθε μας βήμα, κάθε βήμα που μας απομακρύνει από την αγνή αφετηρία, μάς οδηγούν σε ένα ατελείωτο ταξίδι μέσα στο πουθενά. Εντός αυτού του ταξιδιού, η σκέψη μας τείνει να κινηθεί, ξανά και ξανά, με σποραδικές μόνο διακοπές, προς την αναζήτηση αυτού του ενός, του σαφέστατα αδιαμφισβήτητου «εαυτού». Ενός εαυτού που θα καταφέρει επιτέλους να ικανοποιήσει σε βάθος την ανάγκη μας για κάτι το σταθερό, κάτι το βαρύγδουπο και σχεδιασμένο με καθαρότητα, έναν εαυτό δηλαδή που θα μπορέσουμε επιτέλους να καταλάβουμε απολύτως, που θα μάς απελευθερώσει μας από τη δυσβάσταχτη συντροφιά της ολικής μας άγνοιας.

Μέσα στην άγνοια αυτή, που τόσο επίδοξα και αυστηρά μάς οδηγεί, βρισκόμαστε ολότελα διψασμένοι για την ικανότητα σύλληψης της δικής μας ολότητας και η αύξουσα αδυναμία του πνεύματος είναι το φυσικό επακόλουθο της διαδικασίας. Η αίσθηση είναι δυνατή και μάς ωθεί να προσκολληθούμε με όλη μας την ενέργεια στην πίστη ότι δε γίνεται, δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν να στηριχτούμε επάνω σε κάτι που δε γνωρίζουμε πραγματικά, κάτι το οποίο δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε και να διασφαλίσουμε εντός όμορφων εννοιών. Είναι αδύνατο να βρούμε τη δύναμή μας, χωρίς την εύρεση ενός καλά οριοθετημένου «εαυτού», που τελικώς και πάλι στερείται του απόλυτου νοήματος που αναζητούμε, λόγω της παχύρρευστης φύσης της υποκειμενικής μας εννοιολογικής διασποράς.

Συνεχίζουμε λοιπόν τις ζωές μας, από εκείνο το σημείο φραγής του πιο ελεύθερου εαυτού μας, κυνηγώντας το άπιαστο, προσπαθώντας να σχηματίσουμε μια σαφή, κρυσταλλωμένη εικόνα και αντίληψη του «εαυτού». Έχουμε την ακόρεστη δίψα να τον βρούμε, κάπου στα ταξίδια μας, δίνοντας όρκους στους ουρανούς πως ναι, όταν εμφανιστεί εμπρός μας θα τον αναγνωρίσουμε, είναι ο εαυτός μας άλλωστε. Συνεχίζουμε ψάχνοντας εσώτερα και εξώτερα, συγκεντρώνουμε όλες τις νοητικές, ψυχικές και σωματικές μας δυνάμεις σε αυτό το σκοπό. Ψάχνουμε τριγύρω, τριγύρω, παντού και φτάνοντας στην κοιλάδα, αυτή που σχηματίστηκε από τον κόπο και τις προσπάθειές μας, το βλέπουμε να υψώνεται μπροστά μας και αναστενάζουμε ικανοποιημένοι. Ο «εαυτός», με τη μορφή αγάλματος δέοντος σημασίας μεν, καμωμένο από πάγο δε. Μια παγερή εικόνα, σχηματισμένη από την ανάγκη μας, με σκληρές γωνίες και ημιδιαφάνεια, που άμα γίνει φακός οράσεως, καταφέρνει μονάχα να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα.

Μα αλίμονο, η αφόρητη ζέστη που επικρατεί στην κοιλάδα λιώνει το ομοίωμα μονομιάς και η στιγμιαία ανακούφιση εξαφανίζεται. Αλλάζοντας τις φυσικές ιδιότητές της, όπως ο σκληρός πάγος που γίνεται ρευστό νερό, έτσι η ανακούφιση δίνει τη θέση της στην απογοήτευση. Μια σίγουρα αξιοπερίεργη παρατήρηση είναι πως συχνά αυτό είναι και το μοναδικό βήμα που μάς φέρνει πιο κοντά στην πρακτική γνώση αυτού του «εαυτού», που αναζητάμε τόσο διακαώς.

Με την απογοήτευση έρχεται ανά περιπτώσεις η άφεση, μέσω της οποίας βρίσκει το χώρο να ευδοκιμήσει και η αίσθηση της απελευθέρωσης. Το κυνήγι έχει λάβει τέλος, το παιχνίδι παύει να λειτουργεί με τις διαστάσεις «αμοιβής» και «προσδοκίας» και με ρόλους όπως «θηρευτής» και «θήραμα». Όλα χάνουν τα εισαγωγικά τους,  παύουν να πλαισιώνονται από κάποια άπιαστη μεταφορική υπόνοια. Ακόμα και ο εαυτός. Το κυνήγι, το οποίο γεννούσε τάσεις φυγής στον εαυτό σου, που από ένστικτο επιβίωσης σε απέφευγε, όπως θα έκανε και ένα ελάφι, αντιμέτωπο με έναν ευδιάκριτο και καθόλου καλόβουλο κυνηγό, λαμβάνει τέλος. Αφήνοντας τα όπλα στην άκρη και σταματώντας για μία στιγμή το ατέρμονο κυνηγητό σου, ο εαυτός που αναζητάς παύει κι αυτός το ατέρμονο κρυφτό του. Εφόσον δεν τρομάζετε πλέον ο ένας τον άλλον, δεν υπάρχει λόγος και ούτε θέληση αψιμαχίας.

Το ταξίδι σας μπορεί να συνεχιστεί από κοινού. Αυτό δε σημαίνει πως για να ικανοποιηθεί και πάλι η έλλειψη πίστης σου, ο «εαυτός» πλέον θα αποκτήσει σαφή, υλική υπόσταση και θα σε πιάσει από το χέρι προπορευόμενος, ανοίγοντας σου το δρόμο. Ή μάλλον, θα το κάνει, αρκεί να του το επιτρέψεις εσύ, αρκεί να πιάσεις εσύ το δικό του χέρι.

Υπάρχει όμως μία παγίδα. Καλείσαι πλέον να κρατήσεις τα μάτια σου κλειστά. Δεν υπάρχουν παραθυράκια, ούτε εξαιρέσεις. Τα μάτια που έχεις τόσο καιρό είναι αυτά που σε οδηγούσαν στο κυνήγι σου, σε αυτό το κούφιο κυνήγι που κατάφερε να δώσει αρνητικές διαστάσεις σε εσένα, στον ίδιο σου τον εαυτό. Είναι πλέον εκπαιδευμένα να κοιτούν με μανία σε σκοτάδια, να ψάχνουν να βρουν κομψοτεχνήματα καμωμένα από φόβο, έτοιμα να σταθούν λαμπερά και ένδοξα σαν εμπόδια στο δρόμο σου. Έχουν συνηθίσει να μετατρέπουν τις σκιές σε φαντάσματα αδυναμίας και ανασφάλειας, ο τρόπος που κινούνται, αυτά που μονίμως αναζητούνε έχουν καταλήξει να σε στοιχειώνουν. Καλείσαι να τα κλείσεις λοιπόν.

Ο δρόμος είναι ελεύθερος και ανοίγεται μπροστά σου σαν ωκεανός, δίχως εμπόδια. Ο άνεμος που φουσκώνει τα πανιά, αυτός είσαι εσύ, αυτός είναι ο εαυτός, που με απερίγραπτη φυσικότητα καθοδηγεί. Πρέπει να κλείσεις αυτά τα μάτια όμως, αυτά που μάθανε να βλέπουν οράματα δυσοίωνα και δημιούργησαν αυθαίρετα την ψευδαίσθηση του πυκνού και φορτωμένου με βρύα και θηρία δάσους, εκεί που πάντοτε υπήρχε μονάχα νερό που κυλούσε ανενόχλητο.

Συντάκτης: Ξαν Γεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου