Υπάρχουν τρία στάδια. Τρία βασικά στάδια που χαρακτηρίζουν με ακρίβεια τη ρομαντική σχέση με έναν κοινωνιοπαθή. Τα στάδια αυτά, μοιάζουν με τον πρόλογο, το κύριο μέρος και τον επίλογο μιας ταινίας με θέμα το «σκοτεινό ρομαντισμό» και για αυτόν το λόγο έτσι θα τα προσεγγίσουμε. Ο πρόλογός μας φέρει τον τίτλο της «Σαγήνης», το κύριο μέρος της «Κυριαρχίας» και ο επίλογος ονομάζεται απλά και ψυχρά «Απόρριψη». Η έκβαση της ταινίας είναι σκηνοθετημένη και προκαθορισμένη και δυστυχώς, το σενάριο δεν αναφέρει πουθενά το happy end. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την προβολή της ταινίας μας. Καθήστε αναπαυτικά, αγκαλιάστε τα pop corn και προετοιμαστείτε να βιώσετε ένα σκαμπανέβασμα θερμοκρασιών. Η ταινία μας αφορά έναν έρωτα που ταλαντεύεται μεταξύ ζεστού και κρύου, πλησιάζοντας όμως περισσότερο θεματικά το συναισθηματικό κέντρο του «Έγκλημα και Τιμωρία», παρά του «Όσα παίρνει ο άνεμος».

«Σαγήνη». Η ιστορία μας ξεκινάει με ριψοκίνδυνες δόσεις γοητείας. Οι δύο ήρωές μας έρχονται αντιμέτωποι και ο ένας από τους δύο φέρει δική του αύρα, εξ’ ολοκλήρου. Μία αύρα δύναμης και μαγνητισμού. Ο δεύτερος έλκεται πάνω σε αυτό το τόσο ιδιαίτερο πλάσμα που μοιάζει με κινούμενο αίνιγμα. Αναδίδει εξυπνάδα, δίψα για το μεγαλείο, περηφάνεια, σιγουριά, ενθουσιασμό για το νέο και όλα αυτά σε σημείο πρωτόγνωρο. Από τα χείλη του μπορούν να βγουν μονάχα οι καταλληλότερες ερωτήσεις και παρατηρήσεις, τα μάτια του βρίσκονται μονίμως καρφωμένα στα μάτια του άλλου, οι κινήσεις του και οι συμπεριφορές του είναι ιδανικές, τέλειες, δεν υπάρχει ούτε νύξη λάθους. Όλα γύρω του φαντάζουν καινούργια, η καθημερινότητα μαζί του μοιάζει περισσότερο πλέον με περιπέτεια μυθολογικών διαστάσεων. Το άτομο απέναντι φυσικά γοητευμένο. Ακολουθεί σαν ναύτης το τραγούδι μιας ανθρώπινης σειρήνας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι μιλάμε για εξαπάτηση. Ένας άνθρωπος που γνωρίζει την κατάσταση οι πιθανότητες είναι πως γνωρίζει και την επικινδυνότητά της, αλλά δεν έχει σημασία, αφού η ζάλη της μέθης είναι γλυκιά.

«Κυριαρχία». Λένε πως ο μεθυσμένος έχει για κύριό του το αλκοόλ. Αυτό καθορίζει πλέον τις πράξεις του. Κάπως έτσι εκτυλίσσεται και η σχέση με έναν κοινωνιοπαθή. Η γοητεία που ασκεί είναι έντονη, εξίσου έντονη όμως είναι η ικανότητα και η θέλησή του, ή ίσως και η ανάγκη του, να κινεί τα νήματα. Όλη η σαγήνη που περιγράψαμε στόχο έχει την προσκόλληση. Η εξυπνάδα του, σύμφωνα με τη δική του οπτική, είναι ανώτερη από του άλλου ατόμου. Η περηφάνεια, η σιγουριά και ο ενθουσιασμός του για το ό,τι νέο, φαίνεται να συνοδεύονται τελικά από γερές δόσεις ναρκισσισμού, εγωισμού και εύκολης παράδοσης στη βαρεμάρα και την παραίτηση. Από τα χείλη του βγαίνουν ακόμη οι καταλληλότερες φράσεις, μόνο που πλέον ο αυτοσκοπός τους είναι να αναδείξουν την υπεροχή και να τον κάνουν να αναδειχτεί κυρίαρχος. Τα μάτια είναι ακόμα καρφωμένα μέσα σε αυτά της καινούργιας κατάκτησης, αλλά παρατηρώντας τα πιο προσεκτικά, τα βλέπεις ακίνητα και ψυχρά, να εκφράζουν περισσότερο επιταγή, παρά σαγήνη. Κινήσεις και συμπεριφορές που ήταν στην πραγματικότητα εξιδανικευμένες. Ένα παιχνίδι που στο μυαλό του ατόμου αυτού μπορεί να βγάλει ένα μόνο νικητή και η ήττα δε μοιάζει με επιλογή. Και παρ’ όλ’ αυτά η αίσθηση που επικρατεί είναι πως όλο αυτό δεν πρέπει να χαθεί. Άμα χαθεί, θα εξαφανιστεί μαζί και ο μύθος, η φαντασίωση του καινούργιου τρόπου ζωής που υποσχέθηκε και υπέδειξε ένα άτομο που όχι μόνο δε θέλει, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορεί καν από τη φύση του, να νιώσει όλα όσα νιώθει το άτομο απέναντί του.

Και φτάνουμε στον επίλογο. Στην «Απόρριψη». Ένας κοινωνιοπαθής δεν έχει συνείδηση, δεν έχει ενσυναίσθηση. Δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ ερωτευμένος με τον άλλο ήρωα της ταινίας μας, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που έχουμε τη λέξη αυτή στο μυαλό μας. Ήταν ενθουσιασμένος με το καινούργιο, ήθελε να το κατακτήσει, να το κάνει όσο κυριολεκτικότερα μπορούσε κτήμα του. Μα το καινούργιο κάποια στιγμή παλιώνει και εφόσον το τόσο ιδιαίτερο αυτό πλάσμα, βαριέται εύκολα, έρχεται η ώρα να αλλάξει παραστάσεις. Να ψάξει το μύθο και το μεγαλείο κάπου αλλού. Έρχεται συνεπώς η απόρριψη, η οποία είναι ξαφνική, ψυχρή και ολική και το άτομο που ίσως ευχαριστούσε στον πρόλογο την τύχη του, βρίσκεται τώρα σε ελεύθερη πτώση στο κενό. Και το να φύγει ο άλλος πρώτος τελικά δε θα ήταν η λύση, θα θεωρούνταν σαν μια πρόκληση από το κοινωνιοπαθή άτομο, θα το έβαζε πάλι στη διαδικασία της κατάκτησης και θα αναζωπύρωνε το χαμένο ενδιαφέρον.

Η ταινία μας τώρα τελειώνει. Μόνο που οι τίτλοι τέλους δεν έχουν πέσει ακόμα. Υπάρχει κάτι τελευταίο, γιατί ακόμα και αν ο ένας έκανε τραμπάλα ανάμεσα στο απόλυτο άσπρο της αρχής και στο μαύρο της συνέχειας, αξίζει να επιστρέψουμε για λίγο στην αρχή, στα προαναφερόμενα βιβλία και να σταθούμε σε δύο φράσεις, μία από τον Ντοστογιέφσκι που επεξηγεί όλη την εμπειρία που έζησε το δεύτερο άτομο, και μία της Μάργκαρετ Μίτσελ που μπορεί να αναβιώσει το αίσθημα της ελπίδας μέσα του: «Με την πλάνη φτάνει κανείς στην αλήθεια!» και «Αύριο ξημερώνει μία νέα μέρα!». Σίγουρα μια τέτοια κατάσταση έχει την ικανότητα να αλλάξει ένα άτομο, στο χέρι του καθένα όμως το να συνεχίσει να προχωρά.

 

Συντάκτης: Ξαν Γεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη