Ένα βροχερό πρωινό του Ιούνη, μέσα σ’ όλη αυτή την ανυπόφορη αντίθεση, ήρθε στο νου μου μια υπόσχεση χιλιοειπωμένη. «Θ’ αλλάξω». Ναι, ε; Δηλαδή, αν αλλάξεις τι θα γίνεις; Όταν αλλάξεις, πώς θα είσαι, εγώ πού θα είμαι; Θα βρέχει ακόμη και θα καταριέμαι θεούς και δαίμονες ή θα ονομάσουμε ό, τι ζούμε καλοκαίρι; Περίμενε, θ’ αλλάξω πρώτα εγώ.

Θα αφήνω, συχνά, κάτι να πέσει κάτω και δε θα τρέχω να το σχολιάσω με την πρώτη ευκαιρία για να μην κουράζω το μέσα μας. Θα αγαπήσω μ’ ένα μαγικό τρόπο τη βροχή, σαν έναν παλιό μου άνθρωπο -μη ρωτάς πως ταιριάζει η κτήση με το χθες. Θα έρχομαι να σε βρω και δε θα με νοιάζει τι καιρό κάνει ή που θα είμαστε. Περίμενε, θ’ αλλάξω.

Δε θα αναλύω τα αχρείαστα, δε θα ασχολούμαι με τους αδιάφορους και δε θα βιάζομαι να βγάλω συμπεράσματα, γιατί υπερβάλλω και παραλογίζομαι και δεν ξέρω τι λέω. Δε θα βιάζομαι, θα αποκτήσω περισσότερη υπομονή για όσα λαχταρώ να ‘ρθουν, θα τα βλέπω από μακριά και θα κρατάω επίπεδο. Θα ονειρεύομαι αλλιώς. Περίμενε και θ’ αλλάξω.

Θα υποχωρώ κι ας θέλω να ξεστομίσω «ανάθεμά σε», αφού ξέρω παραπάνω απ’ όσα νομίζεις και κρύβω πολλά, όμως, δε γνωρίζεις ούτε τα μισά. Θα ξέρω πότε να μιλήσω και θα φιλτράρω προσεκτικότερα τις αντιδράσεις μου, μην τυχόν και καταλάβεις ότι σε χρειάζομαι. Θα βλέπω τον καιρό να περνά και θα γελάω δήθεν αδιάφορα, τάχα μου πως το είχα προγραμματίσει. Είδες; Αλλάζω.

Σταμάτησε η βροχή, μπόρα ήταν τελικά. Η συννεφιά, όμως, συννεφιά. Έφερνε ανέκαθεν μνήμες μαζί της, διάλεγε τις χειρότερες και τις έκανε ταινία που περνά μπροστά απ’ τα μάτια μας. Ζωγράφιζε γλυκόπικρα σκηνικά και μιλούσε όπως οι άνθρωποι που, κάποτε, πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Άφηνε τη δική της μυρωδιά, πάντα. Αρώματα που όταν τα ξανά μυρίζεις μετά από καιρό μεταφέρεσαι αυτόματα εκεί απ’ όπου άρχισαν όλα.

Εσύ, δεν άλλαξες. Ευτυχώς, δηλαδή. Δεν ξέρω πολλούς σαν εσένα, ανθρώπους που δεν αλλάζουν γιατί απλά δεν μπορούν κάπου αλλού να μοιάσουν. Είναι αστείο να ζητάς ν’ αλλάξει ό, τι άλλαξε εσένα. Δεν είναι; Αν δεν ήταν αυτό, αν δεν ήσουν εσύ, αν δεν ήταν κι όλοι οι υπόλοιποι όπως ήταν, σήμερα θα είχε όλη μέρα ήλιο, δίχως μπόρες και υγρά πεζοδρόμια. Κι όταν βαριέσαι φεύγεις, εγώ έτσι έχω μάθει.

Ψέματα, όλα όσα σου έταξα προηγουμένως. Εγώ, τη βροχή την απεχθάνομαι. Περιμένω να τελειώσει κι έπειτα κανονίζω πότε θα ζήσω. Ασχολούμαι με τελειωμένες καταστάσεις γιατί όταν λέω πως δένομαι εγώ το εννοώ και δίνω περισσότερες ευκαιρίες απ’ όσες αξίζουν εκείνοι οι αδιάφοροι. Βρε, πώς ν’ αλλάξω;  Αφού, αν αλλάξω θα σου μοιάσω.

Κάποια στιγμή, άκουσα ένα αμάξι να σταματά κάτω απ’ το σπίτι μου κι εγώ αγωνιούσα για τον τρόπο που θα με κοιτάξει εκείνος ο άνθρωπος που βρισκόταν στο τιμόνι. Ξέρεις, δεν ήθελα να δω στο βλέμμα του μετάνιωμα και λάθη. Ήθελα να δω αυτό το «άξιζες κι ας με άλλαξες» να μου θυμίζει τα πάντα από μακριά. Πρώτη φορά με ένοιαζε να με θυμούνται όμορφα.

Έλα, σφύρα το για να λήξει πια. Στο τέλος καταλήγεις να ερωτεύεσαι τα «ποτέ» σου, αυτά που τους λες «δεν πρόκειται ν’ αλλάξεις εσύ» και σου απαντούν με θράσος «με τίποτα».

 

Συντάκτης: Γωγώ Κυριακίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου