Απίστευτα παιδικά καλοκαιρινά χρόνια έχουν περάσει και μας φαίνονται πια τόσο μακρινά. Το κάμπινγκ δίπλα στη θάλασσα, με τα ατελείωτα παιχνίδια και τα φιλαράκια μας είναι απ’ τις αναμνήσεις που δε θα ξεχάσουμε ποτέ. Θυμόμαστε τους γονείς μας να μας φωνάζουν να βγούμε έξω απ’ τη θάλασσα, γιατί είχαμε μουλιάσει, να μας φωνάζουν πως πρέπει κάτι να φάμε, γιατί οι μπαταρίες μας θα έσβηναν σιγά-σιγά. Δε μας ένοιαζε, το μόνο που θέλαμε ήταν να είμαστε μαζί με τους φίλους μας και να μη χάσουμε ούτε ένα λεπτό παιχνιδιού και ξεγνοιασιάς. Τότε δεν υπήρχε η λέξη «κούραση» για εμάς.

Ο όρος, όμως, των γονιών, η προϋπόθεση εκείνη για να μας αφήσουν η μαμά κι ο μπαμπάς να παίξουμε και το απόγευμα ή να πάμε σε εκείνο το λούνα παρκ ήταν πάντα ο μεσημεριανός ύπνος. Λες και τον είχαμε ανάγκη, δηλαδή, που απ’ την υπερένταση θα μπορούσαμε να μείνουμε ξάγρυπνοι κι ακούραστοι μέρες ολάκερες θαρρούσαμε. Αλλά αυτός ήταν ο κανόνας, ύπνος το μεσημέρι, αλλιώς δε θα είχε παγωτό το απόγευμα. Κι εμείς το πιστεύαμε, κι ας αποκλείεται να το εννοούσαν αφού δε μας χαλούσαν χατίρι.

Τρέχαμε, λοιπόν, στα κρεβάτια μας αν ήμασταν στο σπίτι ή το εξοχικό κι αντίστοιχα στις σκηνές μας αν ήμασταν σε κάποιο κάμπινγκ. Προφανώς, δεν ήθελαν να κάνουμε φασαρία τέτοιες ώρες, κυρίως εκείνοι είχαν ανάγκη να ξεκουραστούν καταλάβαμε αργότερα κι ήξεραν πως με εμάς ξύπνιους δε θα τα κατάφερναν.

Σπάνια όντως κοιμόμασταν. Συνήθως κάναμε στα ψέματα πως μας έπαιρνε ο ύπνος, περιμέναμε να αποκοιμηθούν εκείνοι κι έπειτα παίζαμε χαρτιά με τα αδέρφια μας ή τα παιδιά απ’ τις διπλανές σκηνές. Ψιθυρίζαμε για να μη μας ακούσουν και μας πάρουν χαμπάρι.

Ο μεγάλος μου αδερφός πάντα είχε μια κόντρα με εμένα και πάντα έκανε ό,τι έλεγαν οι γονείς μας (φλώρος, δηλαδή), οπότε πολλές φορές όταν δεν κοιμόταν μας κάρφωνε στους γονείς κι έτσι ο μεσημεριανός ύπνος γινόταν κι η τιμωρία μας εκτός από αγγαρεία. Έτσι βλέπαμε τότε τον ύπνο, γιατί το μόνο που θέλαμε ήταν να ήμασταν ξύπνιοι και να παίζουμε.

Το βράδυ, βέβαια, ήμασταν τόσο κουρασμένοι που μας έπαιρνε ο ύπνος στον ώμο του άλλου όταν μαζευόμασταν όλοι μαζί στη φωτιά που ανάβαμε δίπλα στη θάλασσα. Μπορεί να είχαν και δίκιο οι γονείς μας, ότι ο μεσημεριανός ύπνος θα μας χάριζε λίγες παραπάνω στιγμές βραδινής μαγείας. Αλλά ήμασταν παιδιά και δεν το καταλαβαίναμε. Ήταν σαν να μας διέκοπταν από ένα πάρτι, σαν να ήθελαν να μας το χαλάσουν, σαν να ήθελαν να μας τη σπάσουν.

Τα χρόνια πέρασαν και πλέον δεν υπάρχει το παιχνίδι στη ζωή μας, υπάρχει η δουλειά, η σχολή, οι παραπάνω υποχρεώσεις για κάποιους που έχουν κάνει κι οικογένεια, η πιεστική καθημερινότητα που δε μας αφήνει ελεύθερο χρόνο για μεσημεριανό ύπνο. Κι έτσι τώρα θα θέλαμε πολύ να έχουμε μία ώρα στη διάθεσή μας το μεσημέρι για να ξεκουραστούμε.

Γιατί ως παιδιά η ζωή ήταν τελείως διαφορετική, δεν υπήρχε τίποτα από όλα αυτά που βαραίνουν το τωρινό πρόγραμμά μας. Κι αν κάποτε τα βολέψουμε, ακυρωθεί κάποια υποχρέωση ή πάρουμε κάνα ρεπό, μόνο πάρτι δεν κάνουμε που μπορούμε μετά το φαγητό να ξαπλώσουμε λίγο στο κρεβατάκι μας, να χαλαρώσουμε και να διώξουμε την ένταση της ημέρας.

Αλλάζουν οι καιροί κι μεσημεριανός ύπνος, η τιμωρία των παιδικών μας χρόνων, έχει γίνει πια η καλύτερή μας.

Συντάκτης: Νάσια Κάραλη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη